Άρθρο του Δημήτρη Κατσούλη
τ. Δημάρχου Αυλώνος Ευβοίας
|
Η
αλλαγή του εκλογικού συστήματος για την ανάδειξη των αιρετών της τοπικής
αυτοδιοίκησης αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή θέματα, τον τελευταίο καιρό,
στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Σκόρπιες ιδέες που αποδίδονται στην πολιτική ηγεσία του αρμόδιου Υπουργείου
κάνουν λόγο για διπλό ψηφοδέλτιο με ξεχωριστή εκλογή Δημάρχου και Δημοτικών
Συμβούλων και αντίστοιχα Περιφερειάρχη και Περιφερειακών Συμβούλων, εάν οι
«ιδέες» απευθύνονται και στη δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση. Εντούτοις στο
πρόσφατο Τακτικό Συνέδριο της Κ.Ε.Δ.Ε. στα Γιάννενα ο Υπουργός Εσωτερικών
απέφυγε επιμελώς να αγγίξει το θέμα, γεγονός που επιδέχεται περισσότερες της
μίας ερμηνείες.
Ανεξάρτητα
από τα σχέδια του Υπουργείου Εσωτερικών και της Κυβέρνησης για την αλλαγή του
εκλογικού συστήματος αξίζει ίσως να
καταθέσουμε μερικές βασικές σκέψεις:
Το
ισχύον εκλογικό σύστημα, παρά τις μεταβολές που εισήγαγαν νόμοι της τελευταίας
δεκαετίας (ιδίως ως προς το ποσοστό που είναι αναγκαίο για την εκλογή του
Δημάρχου), παραμένει στον κεντρικό του πυρήνα αμετάβλητο από το 1982
(ν.1270/1982). Αυτό το γεγονός είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της θεσμικής
σταθερότητας που γνώρισε η χώρα μας, για πρώτη φορά τόσο εκτεταμένη, μετά την
πτώση της δικτατορίας. Πριν το 1967 το
δημοτικό εκλογικό σύστημα ήταν ιδιαίτερα ευμετάβλητο. Αυτό λοιπόν το
μακροχρόνιο εκλογικό σύστημα έχει προσδώσει κρίσιμα χαρακτηριστικά στο σύστημα
διακυβέρνησης της τοπικής αυτοδιοίκησης με κυρίαρχο εκείνο της δημαρχοκεντρικής
δομής του αλλά και της διοικητικής και πολιτικής σταθερότητας που επιτρέπει την
απρόσκοπτη εφαρμογή της πολιτικής
εντολής που συνοδεύει την εκλογή των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το
κομματικό σύστημα της μεταπολίτευσης, σταθερό και αυτό σε γενικές γραμμές,
ενσωμάτωσε τις προεκτάσεις του τοπικού
εκλογικού συστήματος θέτοντας εσωτερικές
ασφαλιστικές δικλείδες για την υπαγωγή του τοπικού κομματικού και πολιτικού
προσωπικού στις συγκεντρωτικές δομές του. Έτσι η ισχυρή δημοκρατική
νομιμοποίηση των δημάρχων αρχικά και των νομαρχών στη συνέχεια δεν επηρέασε την
ηγεμονία των κεντρικών κομματικών ηγεσιών ούτε συνετέλεσε – ενώ θα μπορούσε-
στην δημοκρατική και αποκεντρωμένη συλλογικοποίηση των κομμάτων. Παράλληλα αυτό
το εκλογικό σύστημα επέτρεψε την τοπική συνεργασία των κομματικών δυνάμεων αλλά
και μη κομματικά ενταγμένων ομάδων ή μεμονωμένων πολιτών αμβλύνοντας υποχρεωτικά τις κομματικές αντιθέσεις σε
τοπικό επίπεδο και επιτρέποντας την σύγκλιση σε κοινούς στόχους της τοπικής
κοινωνίας.
Το ισχύον εκλογικό σύστημα έχει
ασφαλώς περιθώρια βελτίωσης,
ιδίως μετά την θεσμοθέτηση των δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων, την
κατοχύρωση των δικαιωμάτων των συμβούλων και την εφαρμογή θεσμών διαφάνειας και
λογοδοσίας. Η επαναξιολόγηση της ex lege κατανομής των εδρών μεταξύ
επιτυχόντος και επιλαχόντων συνδυασμών, η αναλογικότερη κατανομή τους, η εισαγωγή της ευχέρειας του ψηφοφόρου να
εκφράζει την προτίμησή του και σε συμβούλους περισσοτέρων συνδυασμών, η
διαφοροποίηση της εκλογής των οργάνων της δημοτικής αποκέντρωσης χρονικά και
διαδικαστικά απλοποιώντας την συγκρότηση
των κεντρικών οργάνων διακυβέρνησης, μπορεί να είναι μερικές από τις ιδέες
βελτίωσης του ισχύοντος εκλογικού συστήματος.
Σε
μία περίοδο όπου δικαίως αμφισβητείται το κομματικό σύστημα οι θεσμικές
μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην διεύρυνση της δημοκρατικής νομιμοποίησης, της
ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών στην λήψη των αποφάσεων, στην ενίσχυση και
την εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας για
την ανάδειξη μίας νέας υπέρ της κοινωνίας ισορροπίας μεταξύ βημάτων
πολιτικής αντιπροσώπευσης και αδιαμεσολάβητης συμμετοχής έπρεπε να έχουν προταχθεί στον δημόσιο
διάλογο και να έχουν απασχολήσει ενεργέστερα τους πολίτες και την Πολιτική.
Στις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες κρίσιμη θέση κατέχει το εκλογικό σύστημα διότι μέσα από αυτό
διαμορφώνονται οι δομές του πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα του όσο ποτέ
άλλοτε αναμενόμενου νέου πολιτικού συστήματος.
Εάν είναι έτσι τότε κάθε συζήτηση για την αλλαγή στο τοπικό εκλογικό
σύστημα δεν μπορεί να είναι αποσπασμένη και ξεχωριστή από την συζήτηση για την
αλλαγή στο κεντρικό πολιτικό σύστημα.
Εάν μάλιστα κάποια οφείλει να προηγηθεί αυτή είναι η συζήτηση για την
αλλαγή στο κεντρικό εκλογικό σύστημα.
Εάν
υποθέσουμε ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν και ότι το πρόβλημα στο ελληνικό
πολιτικό σύστημα είναι η τοπική αυτοδιοίκηση και εν προκειμένω ο τρόπος εκλογής
των αιρετών οργάνων της ας αναζητήσουμε τις παραμέτρους του εκλογικού
συστήματος που προτείνουν οι «ιδέες» που αποδίδονται στο Υπουργείο Εσωτερικών.
Δηλαδή, εκλογή του Δημάρχου ξεχωριστά
και εκλογή των Δημοτικών Συμβούλων από ενιαίο ψηφοδέλτιο. Γεννώνται αμέσως τα
ακόλουθα ερωτήματα:
Ο
υποψήφιος Δήμαρχος θα συστοιχίζεται; με ποιόν τρόπο και σε ποιο βαθμό με τους υποψηφίους
Συμβούλους; και το αντίθετο.
Εάν
η εκλογή των Συμβούλων γίνεται αυτοτελώς ανεξαρτήτως της συσχέτισης με τον
υποψήφιο Δήμαρχο διαμορφώνεται; και πως; η πλειοψηφία στο Δημοτικό Συμβούλιο η
οποία είναι αναγκαία για την υλοποίηση του προγράμματος που δια της εκλογής του
Δημάρχου προέκρινε το εκλογικό σώμα.
Ας
μείνουμε σε αυτά τα δύο βασικά ερωτήματα:
Ο μη
συνδυασμός του Υποψηφίου Δημάρχου με τους Υποψηφίους Συμβούλους και το αντίθετο οδηγεί ασφαλώς στην ελεύθερη και
ασύνδετη εκλογή των δύο οργάνων. Τότε δεν είναι βέβαιο ότι ο εκλεγείς Δήμαρχος θα
έχει και την υποστήριξη της πλειοψηφίας των Συμβούλων. Ιδιαίτερα πολλοί από
αυτούς θα έχουν εκλεγεί με ισχυρή εκλογική βάση και συνεπώς «νομιμοποιούνται» να λειτουργήσουν
ανταγωνιστικά προς τον Δήμαρχο. Σε μία χώρα που δεν έχει τον πολιτικό πολιτισμό
του προεδρικού συστήματος και των ισορροπιών μεταξύ διαφορετικής σύνθεσης άμεσα
αιρετών σωμάτων η εισαγωγή του στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι πιθανότατο- αν
όχι βέβαιο- ότι θα οδηγήσει σε διαρκείς αντιπαλότητες ή σε εκβιαστικούς συμβιβασμούς
που θα διαμορφώνονται έξω από τα όρια της πολιτικής εντολής την οποία η
πλειοψηφία των πολιτών έχει δώσει στον Δήμαρχο.
Εάν
η σύνδεση Δημάρχου και Δημοτικών Συμβούλων αποτυπώνεται στην κατάθεση των υποψηφιοτήτων
(ως αναφορά υποστήριξης) αναγκαστικά
πρέπει να υπάρχει και στην σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου. Ο λόγος είναι
απλός. Ο πολίτης επιλέγει τον Δήμαρχο και τους Συμβούλους στην βάση μίας
προγραμματικής πρότασης η οποία δια της εκλογής μετουσιώνεται σε πολιτική
εντολή και με βάση αυτή την επιλογή κρίνει, αξιολογεί και παρακολουθεί ως
ενεργός πολίτης την πραγμάτωσή της. Εάν
ο πολίτης δεν δεσμεύεται από την επιλογή μίας προγραμματικής πρότασης τότε και
ο Δήμαρχος ή ο Σύμβουλος δεν δεσμεύονται από καμία εντολή. Εάν είναι έτσι τότε γιατί είναι αναγκαία η εκλογή; Ή η
εκλογή δεν θα βασίζεται σε προγραμματικά και πολιτικά δεδομένα αλλά θα έχει
ιδιοτελή και χειραγωγημένο διακύβευμα αφού δεν θα υπάρχει το κριτήριο του
ελέγχου που ο πολίτης πρέπει να ασκεί διαρκώς προς τον αιρετό.
Γράφτηκε
μεταξύ των άλλων, στις «ιδέες» που κυκλοφόρησαν, ότι δεν θα υπάρχει η έννοια
των συνδυασμών, των δημοτικών παρατάξεων, της μειοψηφίας και της
πλειοψηφίας. Λογικό ακούγεται όταν
καταργείται με τις «ιδέες» αυτές η
έννοια της πολιτικής εντολής, της προγραμματικής πρότασης, σε τελική ανάλυση η
έννοια της τοπικής πολιτικής η οποία δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, μονόχρωμη
ή άχρωμη αφού στην τοπική κοινωνία δεν υπάρχουν μονοσήμαντα αλλά συγκρουόμενα,
άλλοτε αγεφύρωτα και άλλοτε υγιώς συγκερασμένα, συμφέροντα.
Ακόμη
και εάν το Υπουργείο Εσωτερικών αποφάσιζε να αλλάξει την δομή και τον ρόλο της
αυτοδιοίκησης εισάγοντας αποσπασματικά δάνεια θεσμικά συστήματα όφειλε να
αξιολογήσει την παρούσα συγκυρία μίας υποταγμένης και ασφυκτιούσας
αυτοδιοίκησης. Εάν σε αυτήν προστεθεί η «ακυβέρνητη», «ημιθανής» αυτοδιοίκηση
τότε θα έχει ξεμπερδέψει μία και καλή με το τοπικό πολιτικό και διοικητικό
σύστημα διατηρώντας την μονοκρατορία του το κεντρικό κράτος και η κεντρική
διοίκηση. Είναι και αυτό μία επιλογή;.
Κατά την άποψή μας το εκλογικό σύστημα
που περιγράφουν οι σκόρπιες ιδέες δεν είναι ούτε εφαρμόσιμο ούτε εφικτό. Εάν
το Υπουργείο Εσωτερικών επιχειρήσει να το μετουσιώσει σε θεσμικό πλαίσιο είναι
βέβαιο ότι θα έχει αποτελειώσει την αυτοδιοίκηση που το Σύνταγμά μας επιτάσσει
δεδομένου ότι δεν θα είναι δυνατή η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Άλλωστε
δεν έχει ούτε τον χρόνο αλλά ούτε και την επάρκεια για να το επεξεργαστεί.
Γιαυτό καλό είναι να σταματήσει την κουβέντα εδώ ξεκαθαρίζοντας τώρα ότι οι
εκλογές θα γίνουν με το ισχύον εκλογικό σύστημα. Αυτό επιτάσσει η στοιχειώδης
πολιτική σοβαρότητα αλλά και η σταθερότητα που χρειάζεται η τοπική αυτοδιοίκηση
για να επιτελέσει την αποστολή της.
Οι
τυχόν βελτιώσεις ή μικρές αλλαγές στο ισχύον
σύστημα, εάν χρειάζονται, πρέπει να συζητηθούν και αυτές εγκαίρως. Η
συζήτηση δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει με συγκεκριμένες προτάσεις προς τα
συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης (ΚΕΔΕ, ΕΝΠΕ) και όχι με διαρροές ιδεών.
Σήμερα
και κυρίως στο άμεσο μέλλον η τοπική αυτοδιοίκηση, οι αιρετοί και οι τοπικές
κοινωνίες, θα βρεθούν μπροστά σε υπαρξιακές επιλογές: να συμμετάσχουν στην κατάρρευση των θεσμών ή να αντισταθούν ανοίγοντας
νέους δρόμους για την κοινωνία και την δημοκρατία. Είναι προφανές ότι οι νέοι δρόμοι πρέπει να οδηγήσουν σε μία νέα θέσμιση της Πολιτείας βασισμένη στους Δήμους,
τις Περιφέρειες και το επιτελικό Κράτος. Μία σύγχρονη δημοκρατικά οργανωμένη και λειτουργούσα Πολιτεία. Για να
γίνει αυτό πράξη χρειάζονται επίμονοι πολιτικοί αγώνες και σε αυτούς η συμβολή
των αιρετών είναι κρίσιμη και καθοριστική. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για
να μην γίνει αποδεκτή η μείωση άμεσα ή
έμμεσα της ισχυρής δημοκρατικής τους νομιμοποίηση και της ικανότητας να
κυβερνηθούν αποτελεσματικά οι Δήμοι και
οι Περιφέρειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου