Η επαναφορά του θεσμού της αυτεπιστασίας στα έργα της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί πλέον μία θετική εξέλιξη τόσο για την επανεκκίνηση της οικονομίας στις τοπικές αγορές όσο και για την εκτέλεση σημαντικού μέρους των τεχνικών προγραμμάτων των Δήμων, ιδίως σε μικρής εμβέλειας έργα υποδομής.
Η αυτεπιστασία υπήρξε παλαιός θεσμός ο οποίος καταργήθηκε τελευταία υπό το βάρος τόσο της ατελούς ή ψευδεπίγραφης εφαρμογής του όσο και υπό το βάρος του ασφυκτικού ελέγχου σε όλο το φάσμα των εργασιακών σχέσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση. Σε τελική ανάλυση πάντως η κατάργηση της αυτεπιστασίας στέρησε από τους δήμους έναν ευέλικτο τρόπο εκτέλεσης δημοτικών έργων και επέβαλε την διαδικασία των αναθέσεων σε εργολήπτες ακόμη και για απλά έργα μικρής εμβέλειας και εντός των ορίων της απευθείας ανάθεσης. Αυτό πέραν των άλλων είχε ως αποτελέσματα την επιβάρυνση των δήμων με το εργολαβικό όφελος που κυμαίνεται από 18% (για έργα χρηματοδοτούμενα από ΣΑΤΑ) έως 28% (για έργα χρηματοδοτούμενα από ιδίους πόρους). Αν προστεθεί και το ΦΠΑ που ανήλθε στο 23% γίνεται αντιληπτό ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των δαπανών των ΟΤΑ δεν κατευθύνεται στο πραγματικό κόστος των έργων αλλά προστίθεται σε αυτό και επιβαρύνει υπέρογκα τους δημοτικούς προϋπολογισμούς.
Η αυτεπιστασία συνίσταται στην εκτέλεση των έργων με προσωπικό των δήμων ή με προσωπικό που προσλαμβάνουν οι δήμοι μόνο γιαυτόν τον σκοπό και με την τεχνική επίβλεψη του τεχνικού προσωπικού των δήμων εφόσον έχουν Τεχνική Υπηρεσία ή της ΤΥΔΚ. Αυτή εξάλλου είναι η πραγματική έννοια της επίβλεψης από τον Δήμαρχο ή τον Πρόεδρο της Κοινότητας παλαιότερα. Στην πράξη πάντως η εφαρμογή δεν ήταν πάντοτε σύννομη και αποδοτική και για λόγους αντικειμενικούς, επειδή η ΤΥΔΚ λόγω υποστελέχωσης δεν ήταν δε θέση να επιβλέψει όλα τα έργα αυτής της διαδικασίας στις Κοινότητες ενός νομού αλλά και για λόγους υποκειμενικούς επειδή οι ΟΤΑ, δια των δημάρχων ή προέδρων κοινοτήτων δεν εφάρμοζαν με πληρότητα και αυστηρότητα των θεσμό ή τον αξιοποιούσαν για αδιαφανείς διαδικασίες εκτέλεσης έργων.