Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΚΤΑΚΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ «ΕΝΩΣΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ» 
20 Σεπτεμβρίου 2013

Αξιότιμοι προσκεκλημένοι της σημερινής εκδήλωσης, αγαπητοί σύνεδροι
Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας ζωής που να μην έχει πληγεί από την πρωτοφανή οικονομική κρίση που ταλανίζει τα τελευταία χρόνια τη χώρα μας. Ωστόσο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν είναι απλώς μια ειδικότερη εκδοχή των γενικότερων προβλημάτων. Τόσο η έκταση και η υφή τους όσο και ο τρόπος με τον οποίο αυτά έχουν ανακύψει θέτουν ένα κατά πολύ ευρύτερο ζήτημα, που αγγίζει τον πυρήνα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πράγματι, με αφετηρία αλλά και πρόσχημα την τραγική όντως οικονομική κατάσταση της χώρας είναι φανερό ότι επιχειρείται σήμερα μια συνολική ανατροπή των έως τώρα κεκτημένων της, με αλλεπάλληλες και απροκάλυπτες νομοθετικές και διοικητικές παρεμβάσεις, που συνεπάγονται μια συστηματική και σε βάθος υπονόμευση των βασικών αρχών που αποτελούν την πεμπτουσία της. Το χειρότερο δε όλων είναι ότι οι αρχές αυτές είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες, με αποτέλεσμα οι ως άνω παρεμβάσεις να αγγίζουν συχνά τα όρια της συνταγματικής εκτροπής. Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:

Α. Μετά την μεταπολίτευση, όπως γνωρίζετε, βιωματικά οι περισσότεροι από σας, η Τοπική Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας είχε μια σταθερή εξελικτική πορεία συνεχούς πολιτικής, θεσμικής και οικονομικής αναβάθμισης. Αυτό συνέβη διότι έγινε σταδιακά πεποίθηση, τόσο στον πολιτικό κόσμο όσο και στον ελληνικό λαό, ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση, παρά τις όποιες αδυναμίες και παρεκτροπές της, αποτελεί ένα θεσμό βαθύτατα δημοκρατικό, λόγω της άμεσης λαϊκής της νομιμοποίησης,  και ταυτόχρονα ιδιαίτερα αποτελεσματικό, λόγω της εγγύτητάς της με τα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών. Αυτό οδήγησε σε μια μακρά πορεία θεσμικών μεταρρυθμίσεων, τόσο σε οργανωτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο αρμοδιοτήτων. Το έναυσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν η οργανωτική αναδιάταξη του πρώτου βαθμού αυτοδιοίκησης, με το σχέδιο «Καποδίστριας», που αποτέλεσε αναμφισβήτητα το σημείο καμπής για την αναβάθμιση του ρόλου της αυτοδιοίκησης. Την σκυτάλη, στη συνέχεια,  πήρε η καθιέρωση της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, ως δεύτερου βαθμού, που έδωσε νέο νόημα και περιεχόμενο στην έννοια και την προοπτική της Τοπικής  Αυτοδιοίκησης. Η μεγαλύτερη όμως ώθηση στην νέα αυτή αντίληψη για την Τοπική Αυτοδιοίκηση δόθηκε με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η οποία αναπροσδιόρισε το συνταγματικό καθεστώς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εμπλουτίζοντας το περιεχόμενό της με νέες αρμοδιότητες αλλά και με σημαντικές θεσμικές εγγυήσεις, κρισιμότερες από τις οποίες είναι οι αρχές της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας.  Ακολούθησε το σχέδιο «Καλλικράτης», το οποίο προχώρησε σε περαιτέρω οργανωτική αναδιάταξη, τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου βαθμού, με βάση ευρύτερες πλέον γεωγραφικές ενότητες αλλά και με σαφή ενδυνάμωση του θεσμικού ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Κοινό στοιχείο όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν η καθοριστική συμβολή σε αυτές των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, υπό την μορφή, τότε, της ΚΕΔΚΕ και της ΕΝΑΕ. Πράγματι, η επεξεργασία, προβολή και προώθηση των εμπεριστατωμένων σχεδίων και προτάσεών τους αποτέλεσε εν πολλοίς τη βάση των σημαντικών αυτών θεσμικών αλλαγών, κύρια συνισταμένη των οποίων ήταν η ριζική αναβάθμιση του ρόλου και της σημασίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μιας Αυτοδιοίκησης η οποία, πλέον, από θεσμικό «παραπαίδι» της κεντρικής διοίκησης μετατρέπεται σταδιακά σε κομβικής σημασίας φορέα μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης, που επαναπροσδιορίζει με προσφορότερους αλλά και δημοκρατικότερους όρους τόσο την έννοια της αποκέντρωσης όσο και την έννοια της οικονομικής ανάπτυξης.

Κορυφαία στιγμή της αναβάθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπήρξε αναμφισβήτητα η καθιέρωση της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης. Όχι βέβαια διότι ο δεύτερος βαθμός είναι σημαντικότερος από τον πρώτο –καθώς είναι γνωστό ότι οι δύο βαθμοί αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα απολύτως συμπληρωματικών θεσμικών οντοτήτων– αλλά διότι με αυτήν την καθιέρωση έγινε φανερό ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να αποτελέσει την οργανωτική μορφή αλλά και την πολιτική έκφραση ευρύτερων γεωγραφικών ενοτήτων, εγγυώμενη τόσο την αποτελεσματική διοίκηση των δημόσιων υποθέσεών τους όσο και την πρόσφορη αξιοποίηση των αναπτυξιακών τους δυνατοτήτων. Αυτό άλλαξε, κατ’επέκτασιν, και τις ευρύτερες ισορροπίες στο πεδίο της διοικητικής αποκέντρωσης, καθώς αποδείχθηκε έμπρακτα –περίτρανα θα έλεγα– ότι η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση αποτελεί τον πλέον ενδεδειγμένο φορέα της. Αυτό δείχνει, άλλωστε, και μάλιστα  εύγλωττα, ηπερίπτωση των σκανδιναβικών κρατών, τα οποία, με την ταύτιση αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης που έχουν υιοθετήσει, αποτελούν αναμφισβήτητα παράδειγμα προς μίμησιν, τόσο για τα  θέματα της διοικητικής αποτελεσματικότητας όσο και για τα θέματα της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής, δηλαδή για όλα εκείνα τα θέματα που έχουν  κομβική σημασία για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης.

Β. Δυστυχώς το πολιτικό μας σύστημα, το οποίο εδώ και καιρό παραδέρνει αποδυναμωμένο και αποσταθεροποιημένο στη δίνη της οικονομικής κρίσης, δεν έχει συνειδητοποιήσει αυτήν την απλή πραγματικότητα. Αντίθετα, το τελευταίο διάστημα αντιμετωπίζει την Τοπική Αυτοδιοίκηση με μια μίζερη και στενόμυαλη λογική, διολισθαίνοντας όλο και περισσότερο σε λύσεις που όχι μόνον αποτελούν οπισθοδρόμηση, σε σχέση με τα έως τώρα κεκτημένα, αλλά και οδηγούν σε συνεχείς παραβιάσεις των συνταγματικών αρχών που οριοθετούν την έννοια και τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Στο σημείο αυτό, βέβαια, απαιτούνται ορισμένες βασικές διευκρινίσεις, προκειμένου να μην υπάρξουν παρανοήσεις:
Κανείς, εν πρώτοις, δεν μπορεί να ισχυρισθεί σοβαρά ότι ο χώρος της Αυτοδιοίκησης βρίσκεται στο απυρόβλητο σε ό,τι αφορά την διασπάθιση δημόσιου χρήματος και κατ’επέκτασιν ότι δεν απαιτούνται και εδώ μέτρα που θα διασφαλίζουν διαφανέστερη και ορθολογικότερη διαχείριση των πόρων της. Από το σημείο όμως αυτό, που αποτελεί νομίζω κοινό τόπο για όλους τους απροκατάληπτους και ανιδιοτελείς αυτοδιοικητικούς άρχοντες, μέχρι την κυβερνητική πολιτική των τελευταίων χρόνων, που εκφράζεται με αλλεπάλληλες άστοχες, αντιφατικές και θεσμικά επικίνδυνες πολιτικές, υπάρχει μια τεράστια απόσταση. Διότι εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με περιοριστικές πολιτικές που αποσκοπούν στην προσαρμογή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην νέα οικονομική συγκυρία. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με πολιτικές που αναιρούν την ίδια την ουσία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθιστώντας την σταδιακά ένα πουκάμισο αδειανό, ένα κέλυφος κενό θεσμικού και πολιτικού περιεχομένου.

Γ. Ο σχετικός προβληματισμός, βέβαια, ιδίως όσον αφορά την συνταγματική του διάσταση, έχει ευρύτερο περιεχόμενο, καθώς αγγίζει την ίδια την πολιτική και θεσμική λογική που πρέπει να πρυτανεύσει για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Από την μια πλευρά έχει διαμορφωθεί ήδη, και τείνει δυστυχώς να επικρατήσει, μια νοοτροπία που μπορεί να συνοψισθεί στην εξής απλή πλην πολιτικά και θεσμικά ανατριχιαστική θέση: σε μια εποχή κρίσης οι συνταγματικές επιταγές κινούνται εξ ορισμού σε μια τροχιά σχετικοποίησης, ενδεχομένως δε και πλήρους αναίρεσης. Τα πάντα διέπονται, σε ένα μεταβατικό στάδιο που βεβαίως μένει σκοπίμως απροσδιόριστο, από ένα ιδιότυπο «δίκαιο της ανάγκης», το οποίο επιτρέπει, αν δεν επιβάλλει, την λήψη έκτακτων μέτρων, ερήμην των συνταγματικών αρχών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το σύγχρονο συνταγματικό κράτος.

Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας αντίληψης, η οποία οδηγεί σε έναν διάχυτο και ύπουλο συνταγματικό μιθριδατισμό, δηλαδή σε έναν σταδιακό εθισμό στις παραβιάσεις του Συντάγματος, πρέπει δυστυχώς να αξιολογήσουμε και τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίες υπονομεύουν διαρκώς και συχνά απροκάλυπτα τις βασικές συνταγματικές αρχές που δίνουν σάρκα και οστά στην έννοια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Κατάργηση αυτοδιοικητικών υπηρεσιών, νομικών προσώπων και επιχειρήσεων και συνακόλουθη διαθεσιμότητα εργαζομένων χωρίς αρχές και κριτήρια, χωρίς αξιολόγηση δομών, λειτουργιών και προσώπων και χωρίς καν να ζητείται η γνώμη των αυτοδιοικητικών φορέων, σε συνδυασμό με την συνεχή συρρίκνωση των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων και την ελλιπή χρηματοδότηση μεταφερόμενων αρμοδιοτήτων, συνθέτουν μια ζοφερή πραγματικότητα επανειλημμένων παραβιάσεων των αρχών της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας. Δηλαδή των αρχών που εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν, ταυτόχρονα, τόσο την έννοα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως την ορίζει το Σύνταγμα, όσο και την έννοια της Τοπικής Αυτονομίας, όπως την προσδιορίζει ο αυξημένης τυπικής ισχύος Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας. Αποκορύφωμα δε αυτών των παραβιάσεων αποτελεί αναμφισβήτητα η ενεργός ανάμιξη ενός διοικητικού οργάνου, που κατ’ευφημισμόν ονομάζεται «Παρατηρητήριο Οικονομικής Αυτοτέλειας των Ο.Τ.Α.» στην κατάρτιση του προϋπολογισμού τους. Η ανάμιξη αυτή παρεισάγει εμφανώς έναν προληπτικό έλεγχο σκοπιμότητας των Ο.Τ.Α., που βρίσκεται ολωσδιόλου εκτός του συνταγματικού πλαισίου, που επιτρέπει ως γνωστόν αποκλειστικά και μόνο έλεγχο νομιμότητας, και μάλιστα κατά τρόπον που να μην «εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους». Δεν θα σας κουράσω με περαιτέρω νομικές αναλύσεις επί του θέματος, παραπέμποντας κάθε ενδιαφερόμενο στην σχετική αίτηση ακυρώσεως που θα καταθέσω τη Δευτέρα στο Συμβούλιο Επικρατείας εκ μέρους της ΚΕΔΕ. Απλώς θέλω να επισημάνω ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, για ήσσονα περίπτωση ελέγχου των οικονομικών των δήμων από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης (συγκεκριμένα για για κάθε διενέργεια δαπάνης των Ο.Τ.Α. άνω των 50.000 ευρώ ετησίως που βαρύνει περισσότερα έτη) έκρινε, με πρόσφατη απόφασή του, ότι υπάρχει σαφής παραβίαση του Συντάγματος, τόσο σε σχέση με την διοικητική όσο και σε σχέση με την οικονομική τους αυτοτέλεια.

Τέλος, δεν αντέχω στον πειρασμό να υπογραμμίσω την απίστευτη επιπολαιότητα αλλά και τον προδήλως υποτιμητικό τρόπο με την οποία αντιμετωπίζονται και τα εκλογικά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όχι μόνον με την επαναφορά, για πολιτικά ιδιοτελείς λόγους, του αλήστου μνήμης 42%, που θέτει ευθέως ζήτημα τόσο συνταγματικότητας όσο και δημοκρατικής νομιμοποίησης, αλλά και με την ευκαιριακή, αποσπασματική και εν πολλοίς πολιτικά υποβολιμαία πρόταση για κοινά ψηφοδέλτια, που μας ξαναγυρίζουν στον ατομοκεντρισμό του 19ου αιώνα, παραγνωρίζοντας άκριτα τον βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα των αυτοδιοικητικών εκλογών, που προϋποθέτει ιδίως, αλλά και συνεπάγεται, προγράμματα και αρχές, κατ’επέκτασιν δε και συλλογικές πολιτικές οντότητες που θα τα επεξεργαστούν και θα τα προτείνουν στα τοπικά εκλογικά σώματα.

Οι επιφυλάξεις αυτές, πάντως, δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζεται καμμία εκλογική αλλαγή. Υπάρχουν και έχουν διατυπωθεί σχετικές σοβαρές θεσμικές προτάσεις, που σέβονται τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτές όμως προϋποθέτουν νηφάλιο διάλογο και ευρεία συναίνεση, ιδίως στον χώρο της αυτοδιοίκησης, και όχι συμπεριφορές που την απαξιώνουν, υπονομεύοντας τα συνταγματικά και πολιτικά της ερείσματα αλλά και επιφυλάσσοντάς της τον ρόλο του απολογητή σε προειλημμένες –και εν πολλοίς ατυχείς– προτάσεις.

Δ. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ανακύπτει εύλογα το ερώτημα: ποιος είναι ο δρόμος που επιβάλλεται να ακολουθήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση, απέναντι στην ως άνω προσπάθεια υπονόμευσης του συνταγματικού και πολιτικού ρόλου της;
Ασφαλώς δεν είναι ο δρόμος των οιμωγών και των κραυγών ενός διάχυτου συνταγματικού λαϊκισμού, που βαφτίζει συλλήβδην αντισυνταγματική κάθε μη αρεστή ή κάθε απλώς περιοριστική οικονομική πολιτική. Από την άλλη όμως δεν είναι και ο δρόμος της παραίτησης, πολλώ δε μάλλον του κομφορμισμού και της υποταγής. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, και εν προκειμένω η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, πρέπει αναμφίβολα να αναγνωρίσει τις ιδιαιτερότητες της οικονομικής συγκυρίας και να κρίνει συντεταγμένα, και με όρους θεσμικής αξιοπρέπειας, που και πόσο πρέπει να υποχωρήσει σε ό,τι αφορά τις οικονομικές διεκδικήσεις της. Από εκεί και πέρα όμως, οφείλει ταυτόχρονα, ενόψει και της επερχόμενης συνταγματικής αναθεώρησης, να θέσει σαφείς και συγκεκριμένους στόχους, που θα αποβλέπουν προεχόντως στην αποτελεσματικότερη εγγύηση των αρχών της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, που αποτελούν την πεμπτουσία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πέρα όμως από τον αναγκαίο εγγυητισμό, που μπορεί να εξειδικευθεί με σαφείς και ανεπίδεκτες παρερμηνειών απαγορεύσεις παρέμβασης της κεντρικής διοίκησης σε αυτά που αποτελούν τον πυρήνα της αυτοδιοίκησης, απαιτείται και ένα επιθετικό διεκδικητικό πλαίσιο, ώστε να παγιωθεί αλλά και να διευρυνθεί στο μέτρο του εφικτού, ο νέος ρόλος της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης. Αυτό προϋποθέτει, εν πρώτοις, άρση των συνταγματικών φραγμών για την μετάβαση προς μια σταδιακή ταύτιση, σε περιφερειακό επίπεδο, μεταξύ αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης, με μόνη εξαίρεση τις αποκεντρωμένες κάθετα μονάδες ορισμένων υπουργείων με διοικητικές ιδιαιτερότητες. Όπου δοκιμάσθηκε μια τέτοια ταύτιση –ιδίως στην βόρεια Ευρώπη– είχε θεαματικά αποτελέσματα. Επιπλέον, απαιτείται μια νέα οριοθέτηση αρμοδιοτήτων, τόσο μεταξύ Κεντρικής Διοίκησης και Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης –με κριτήριο ιδίως την ενίσχυση του κανονιστικού και αναπτυξιακού της ρόλου– όσο και μεταξύ των δύο αυτοδιοικητικών βαθμών, στο πλαίσιο πάντως μιας προσεκτικής διοικητικής μεταρρύθμισης που θα εκκινεί αυτή τη φορά από την καθιέρωση επιτελικής διοίκησης, με ταυτόχρονη αποκέντρωση, καθ’ύλην ή κατά τόπον, των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, και όχι από την αποσπασματική, εμβαλωματική και συχνά άκριτη μεταφορά αρμοδιοτήτων.

Απαραίτητη είναι, τέλος, και μια  νέα θεώρηση των όρων και των προϋποθέσεων της οικονομικής αυτοτέλειας. Η περιφερειακή Αυτοδιοίκηση πρέπει, ιδίως,  να κάνει μια κρίσιμη επιλογή: θα αρκεσθεί στο υπάρχον σύστημα χρηματοδότησής της, μέσω των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων, επιδιώκοντας απλώς περαιτέρω εγγυήσεις για τα αποδιδόμενα ποσά, τον τρόπο κατανομής τους και τον έλεγχο νομιμότητάς τους, ή θα διεκδικήσει, πλέον, ενεργότερη ανάμιξη και στις ίδιες τις διαδικασίες προσδιορισμού, επιβολής, είσπραξης και κατανομής των φόρων, μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης; Γνωρίζω και εν μέρει συμμερίζομαι τους δισταγμούς και τους προβληματισμούς ως προς την υιοθέτηση της δεύτερης λύσης. Φοβούμαι όμως, ενόψει και της έντασης και της διάρκειας της οικονομικής κρίσης, ότι η οικονομική αυτοτέλεια στην πράξη δεν είναι δυνατόν να διασφαλισθεί όταν η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα βρίσκει συνεχώς απέναντί της μια –οποιαδήποτε– κυβέρνηση η οποία θα προβάλλει αφοπλιστικά (έστω και προσχηματικά) το επιχείρημα: «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Ενδεχομένως, βέβαια, να υπάρχουν κάποιες λύσεις και στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος, μέσω για παράδειγμα ενός Συμβουλίου Τοπικής Αυτοδιοίκησης που θα μετέχει ενεργά στην διαχείριση και των έλεγχο των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων, σε συνδυασμό με την καθιέρωση Ανεξάρτητης Αρχής για την άσκηση του ελέγχου νομιμότητας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.  Ωστόσο, η πλέον ριζική και βιώσιμη λύση, έστω μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί παρά να είναι η δεύτερη, όσο και αν μπορεί να καταστεί αντιδημοφιλής λόγω πολιτικού κόστους. Σε κάθε δε περίπτωση, η επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να αφήσει ανοιχτό το δρόμο προς μια τέτοια κατεύθυνση, προς την οποία να μπορεί να στραφεί ο νομοθέτης όταν κριθεί ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες.

Ε. Κωδικοποιώντας τα ανωτέρω, οι βασικοί στόχοι που πρέπει να θέσει κατά την άποψή μου η ΕΝΠΕ, μαζί με την ΚΕΔΕ, ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης, προκειμένου να αντιμετωπισθούν καλύτερα τα εν ευρεία εννοία οικονομικά ζητήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι οι ακόλουθοι:
1. Συνταγματική αναβάθμιση του θεσμικού ρόλου και της διοικητικής αυτοτέλειας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ώστε να αναδειχθεί σε αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
2. Αναθεώρηση του άρθρου 101 του Συντάγματος, ώστε να είναι εφικτή –προοπτικά και σταδιακά έστω– η απορρόφηση της αποκεντρωμένης διοίκησης από την αυτοδιοικητική περιφέρεια.
3. Συνταγματική κατοχύρωση και οριοθέτηση της μητροπολιτικής αυτοδιοίκησης, ως προς τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα.
4. Καθιέρωση Συμβουλίου Αυτοδιοίκησης, ως Οργάνου που θα εκπροσωπεί συνολικά, σε κρίσιμα θεσμικά και οικονομικά θέματα, τον χώρο της αυτοδιοίκησης,
5. Διεύρυνση της κανονιστικής αρμοδιότητας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (με ιδιαίτερη έμφαση στα αναπτυξιακά και στα στενά συνδεδεμένα με αυτά χωροταξικά θέματα, σε ό,τι αφορά τον δεύτερο βαθμό), με ρητές διατάξεις αλλά και μέσω της τροποποίησης του άρθρου 43 παρ. 2 Σ,
6. Ενίσχυση της οικονομικής της αυτοτέλειας, με ιδιαίτερη έμφαση στην συνταγματική κατοχύρωση, αναδιοργάνωση και αποκέντρωση των φορολογικών της πόρων.
7. Κατοχύρωση ενός αξιόπιστου και αμερόληπτου μηχανισμού που θα αναλάβει, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, τον έλεγχο νομιμότητας όλων των πράξεων των ΟΤΑ, διοικητικών και οικονομικών, ώστε να τερματισθεί η σημερινή τραγελαφική κατάσταση των πολλαπλών πλην ατελέσφορων ελέγχων. 
Σε αυτά μάλιστα πρέπει να προσθέσουμε και ορισμένες ειδικότερες προτάσεις για την ενίσχυση του πολιτικού ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης,  που έχουν έμμεση μόνο σχέση με τα οικονομικά ζητήματα αλλά συμβάλλουν αναμφισβήτητα στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους, μέσω της γενικότερης πολιτική αναβάθμισης τόσο των Ο.Τ.Α. όσο και των αιρετών. Αναφέρομαι ιδίως:
1. Στην κατοχύρωση και οριοθέτηση, κατά το πρότυπο του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας, της καταστατικής θέσης των αιρετών
2. Στην ενεργή συμμετοχή (μέσω της καθιέρωσης νομοθετικής πρωτοβουλίας αλλά και υποχρεωτικής διαβούλευσης) των θεσμικών φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΕΝΠΕ και ΚΕΔΕ) στην νομοθετική διαδικασία που  αφορά αυτοδιοικητικά θέματα,
3. Στην εξομοίωση και ταυτόχρονα την άμβλυνση των κωλυμάτων εκλογιμότητας όλων των αιρετών, προκειμένου να διευκολυνθεί η συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή.
4. Στην προσθήκη, κατ’αναλογίαν των ισχυόντων για τις βουλευτικές εκλογές, ειδικής συνταγματικής διάταξης που θα προβλέπει ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν το εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα ισχύουν από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός αν συγκεντρώνουν τουλάχιστον τα 2/3 των βουλευτών (δηλ. 200).


Συμπερασματικά, εκείνο που νομίζω ότι πρέπει να προκρίνουμε για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ενόψει της κρίσιμης οικονομικής συγκυρίας, είναι μια αντίληψη ανοιχτή, συμμετοχική και αναπτυξιακή, με ενίσχυση του δημοκρατικού και κοινωνικού χαρακτήρα της αλλά και των θεσμικών της εγγυήσεων σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη συνταγματικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της. Μια αντίληψη που δεν θα οδηγεί σε εθελοτυφλίες, εύκολους αφορισμούς και δημαγωγικές εξάρσεις αλλά και δεν θα παραδίδει αμαχητί στην εκτελεστική εξουσία την ιστορία της, την θεσμική της παράδοση και τις πολιτικές και κοινωνικές ευαισθησίες της. Και αυτό προϋποθέτει, πρώτα και πάνω από όλα, διαρκή πολιτική εγρήγορση και ισχυρές δόσεις δημοκρατικής και κοινωνικής ευθύνης. Θέλω δε να πιστεύω ότι όλα αυτά τα διαθέτει με επάρκεια η σημερινή Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, η οποία επιδεικνύει, πανθομολογουμένως, μια ωριμότητα που υπερβαίνει κατά πολύ τις σύντομες έως τώρα πολιτικές και θεσμικές εμπειρίες της, ακριβώς διότι ο χρόνος που μεσολάβησε είναι ένας εξαιρετικά συμπυκνωμένος πολιτικός χρόνος. Αυτό, δε, δημιουργεί μια εύλογη προσδοκία ότι θα μπορέσει να βαδίσει με την απαιτούμενη προσοχή και νηφαλιότητα ανάμεσα στις συμπληγάδες της σημερινής κρίσιμης πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας, κλείνοντας ερμητικά τα ώτα στις σειρήνες τόσο του λαϊκισμού όσο και του ενδοτισμού, ώστε να συμβάλει εποικοδομητικά, μαζί φυσικά με την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση, στην διαρκώς συζητούμενη αλλά ακόμη ζητούμενη ριζική αναδιάρθρωση του πολιτικού και διοικητικού μας συστήματος.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου