Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ


Ι. ΘΕΣΜΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Άρθρο του Δημήτρη Ι. Κατσούλη
Νομικού, τ. Δημάρχου Αυλώνος Ευβοίας


1.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η έννοια της δημοτικής παράταξης, αρχικά, έχει διανύσει μεγάλη χρονική πορεία στον «αυτοδιοικητικό λόγο» χωρίς όμως να είχε αποκτήσει θεσμική αναγνώριση και συγκρότηση. Μόλις πριν από λίγα χρόνια ο νομοθέτης αποδέχθηκε και κατοχύρωσε την έννοια της δημοτικής παράταξης ενώ προσφάτως, με τον νόμο 3852/2010 (Καλλικράτης) αναγνωρίζει αντίστοιχα στην περιφέρεια τις περιφερειακές παρατάξεις. Πριν από την θεσμική αναγνώριση των δημοτικών παρατάξεων ο νομοθέτης αναφερόταν μόνο σε συνδυασμούς και σε επιτυχόντα και επιλαχόντες συνδυασμό. Σε άλλες μάλιστα περιπτώσεις μεταχειρίζεται τον όρο «πλειοψηφία» και «μειοψηφία».
Στην πράξη όμως οι δημοτικές παρατάξεις στους δήμους και οι νομαρχιακές στις  νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις υπήρχαν και λειτουργούσαν καλύπτοντας ένα κρίσιμο θεσμικό κενό στο νομοθετικά διαμορφωμένο πεδίο της τοπικής δημοκρατίας.
Οι παρατάξεις αντιστοιχούν στους συνδυασμούς των υποψηφίων δημάρχων και υποψηφίων νομαρχών ή πλέον περιφερειαρχών. Με άλλα λόγια  «παρατάξεις» είναι οι μετέχοντες στα αντίστοιχα συμβούλια συνδυασμοί και ειδικότερα οι ομάδες των εκλεγμένων συμβούλων ανά συνδυασμό υποψηφίων. Ασφαλώς η έννοια της παράταξης είναι ευρύτερη από τις ομάδες των δημοτικών ή περιφερειακών συμβούλων και εκτείνεται στο σύνολο του συνδυασμού, δηλαδή και στους εκλεγέντες υποψηφίους, αλλά και σε πολίτες που υποστηρίζουν ενεργά τον συνδυασμό.
Ανακεφαλαιώνοντας, οι δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις είναι οι πολιτικές οργανώσεις των πολιτών που λειτουργούν αντίστοιχα στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, εκπροσωπούν τους πολίτες που συμφωνούν με τις προγραμματικές τους αρχές και συμμετέχουν στη διαμόρφωση της δημοτικής ή αντίστοιχα της περιφερειακής πολιτικής.      
Το σύστημα της τοπικής διακυβέρνησης, στους δήμους και στις περιφέρειες, είναι κατά βάση αντιπροσωπευτικό με τη δυνατότητα να συλλειτουργήσουν και θεσμοί άμεσης, αδιαμεσολάβητης συμμετοχής των πολιτών στην λήψη αποφάσεων, αλλά και παράλληλοι θεσμοί διαβούλευσης, διαμεσολάβησης και λογοδοσίας. Εξάλλου η τοπική αυτοδιοίκηση είναι το πρόσφορο πεδίο συλλειτουργίας αντιπροσωπευτικών και θεσμών άμεσης δημοκρατίας.
Οι δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις είναι οι αναγκαίοι και κρίσιμοι ιμάντες συγκρότησης και λειτουργίας του δημοτικού ή του περιφερειακού αντιπροσωπευτικού συστήματος. Η οργάνωση και η λειτουργία τους αποτελεί σημαντική παράμετρο για την λειτουργία του συστήματος ιδίως  όταν η εφαρμογή αρχών και κανόνων δημοκρατικής συγκρότησής τους ενισχύει την δημοκρατική μορφή και λειτουργία του τοπικού αντιπροσωπευτικού συστήματος. Σε τελική ανάλυση ενισχύει και διευρύνει την τοπική δημοκρατία.


2.    ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ.

2.1  Ο νομοθέτης αναγνωρίζει τον θεσμικό ρόλο των δημοτικών παρατάξεων με το άρθρο 94, παρ.2  του Νόμου 3463/2006 (Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων) ορίζοντας ότι : «Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου διακρίνονται σε δημοτικές παρατάξεις, ανάλογα με το συνδυασμό με τον οποίο έχουν εκλεγεί, εφόσον ο τελευταίος έχει εκλέξει τουλάχιστον έναν δημοτικό σύμβουλο». Η ίδια διάταξη διαγράφοντας το τελευταίο περιττό και αυτονόητο εδάφιο («..εφόσον ο τελευταίος έχει εκλέξει τουλάχιστον έναν δημοτικό σύμβουλο» επαναλαμβάνεται στο άρθρο 66 παρ.2 του νόμου 3852/2010 (Καλλικράτης) με την βελτιωμένη διατύπωση περί του ότι οι δημοτικοί σύμβουλοι «ανήκουν σε δημοτικές παρατάξεις» αντί του «διακρίνονται σε δημοτικές παρατάξεις». Και στην μία και στην άλλη περίπτωση πάντως ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει – περαιτέρω- το δικαίωμα των δημοτικών συμβούλων να συγκροτούν νέα δημοτική παράταξη παρά μόνο να μετέχουν ως «ανεξάρτητοι» στο συμβούλιο όταν διαγράφονται ή αποχωρούν από την δημοτική παράταξη με την οποία εκλέχθηκαν και στην οποία «ανήκουν» κατά την προαναφερόμενη διατύπωση.
Πάντως ρητά ο νομοθέτης ταυτίζει την δημοτική παράταξη με την ομάδα των συμβούλων που έχουν εκλεγεί με κάθε έναν συνδυασμό μη συμπεριλαμβάνοντας στην έννοιάς της το σύνολο του συνδυασμού συμπεριλαμβανομένων και των μη εκλεγέντων υποψηφίων αλλά και όσων πολιτών μετέχουν ενεργά στην λειτουργία της. Η επιλογή αυτή γίνεται προφανώς επειδή ο νομοθέτης ενδιαφέρεται για την οργάνωση της λειτουργίας των επιμέρους ομάδων συμβούλων στο πλαίσιο του δημοτικού συμβουλίου και της εν γένει λειτουργίας του δημοτικού συστήματος διακυβέρνησης. Δεν εκτείνεται στο ενδιαφέρον του στην ευρύτερη λειτουργία της δημοτικής παράταξης ως πολιτικής οργάνωσης πολιτών που εκφράζουν προγραμματικούς στόχους επικεντρωμένους στον αντίστοιχο δήμο και την τοπική κοινωνία που εκπροσωπεί. Εάν λάβουμε υπόψη ότι η θεσμοθέτηση των δημοτικών παρατάξεων είναι έργο της τρέχουσας δεκαετίας και ότι αυτό αποτελεί ένα πρώτο και κρίσιμο βήμα είναι κατανοητή η επιλογή του νομοθέτη.



2.2  Με την παρ. 3 του άρθρου 94 του νόμου 3463/2006 ορίζεται ότι επικεφαλής της παράταξης είναι ο «σύμβουλος που ήταν υποψήφιος δήμαρχος και, στην περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή αδυναμίας του, ο σύμβουλος που εκλέγεται από την πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων που ανήκουν στην παράταξη». Η ίδια διάταξη επαναλαμβάνεται αυτούσια με την παρ.3 του άρθρου 66 του νόμου 3852/2010.
Παρότι ο νομοθέτης δεν αποδίδει ιδιαίτερο θεσμικό ρόλο στον επικεφαλής της παράταξης εντούτοις επισημαίνει ότι αυτός είναι ο υποψήφιος  δήμαρχος του αντίστοιχου συνδυασμού υποψηφίων. Από την διατύπωση της προαναφερόμενης διάταξης γεννάται ευλόγως το ερώτημα εάν ο νομοθέτης επιφυλάσσει την αναγνώριση των παρατάξεων μόνο για τις ομάδες συμβούλων της μειοψηφίας!!! Διότι σε αυτές αναφέρεται όταν ορίζει τον επικεφαλή ως τον «σύμβουλο που ήταν υποψήφιος δήμαρχος».
Τι γίνεται με τις δημοτικές παρατάξεις της πλειοψηφίας;. Σε αυτές πράγματι ο υποψήφιος δήμαρχος δεν είναι σύμβουλος αλλά ο δήμαρχος, ο οποίος ex lege δεν  είναι μέλος του δημοτικού συμβουλίου και συνεπώς κατά την διατύπωση της παρ.2 των προαναφερομένων άρθρων, δεν ανήκει σε δημοτική παράταξη!!! («τα μέλη του συμβουλίου ανήκουν σε δημοτικές παρατάξεις»). Αυτή η κατάσταση όπως προκύπτει από την γραμματική διατύπωση των προαναφερομένων διατάξεων δεν αντιστοιχεί στην θεσμική πραγματικότητα. Στις δημοτικές παρατάξεις της πλειοψηφίας επικεφαλής είναι ο δήμαρχος παρότι δεν μετέχει στο συμβούλιο. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να ρυθμίσει τα πράγματα διαφορετικά θα έπρεπε να προβλέψει την εκλογή επικεφαλής της δημοτικής παράταξης της πλειοψηφίας ( δίκην «προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας»).


2.3  Ο δημοτικός σύμβουλος με δήλωσή του προς το Προεδρείο του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να «ανεξαρτητοποιηθεί από την δημοτική παράταξη με την οποία έχει εκλεγεί». Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (παρ. 4, άρθρου 66 του ν.3852/2010) αναγνωρίζεται η αποχώρηση από τη δημοτική παράταξη αλλά δεν προβλέπεται η ένταξη σε άλλη δημοτική παράταξη ή η συγκρότηση νέας.
Αντίστροφα η δημοτική παράταξη μπορεί να «εκδιώξει» ένα μέλος από τις τάξεις της διαγράφοντάς το. Για την λήψη αυτής της απόφασης απαιτείται η πλειοψηφία των 2/3 των μελών της  δημοτικών συμβούλων. Γιαυτό βέβαια απαιτείται να έχει τουλάχιστον τρία μέλη η παράταξη έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ανωτέρω ειδική πλειοψηφία. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σχετική διάταξη (παρ. 5 του άρθρου 66  του ν.3852/2010) απαιτείται «αιτιολογημένη απόφαση». Ως εκ τούτου στις δημοτικές παρατάξεις με δύο συμβούλους ο επικεφαλής δεν μπορεί να διαγράψει το άλλο μέλος.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η διαγραφή από την δημοτική παράταξη είναι αρμοδιότητα της ίδιας της παράταξης δηλαδή της ίδιας της ομάδας των συμβούλων που ανήκουν σε αυτή και μάλιστα η σχετική απόφαση απαιτεί ειδική πλειοψηφία των 2/3 των μελών. Δηλαδή ο επικεφαλής της δημοτικής παράταξης σε κάθε περίπτωση, ακόμη και όταν είναι ο δήμαρχος  δεν έχει δικαίωμα να διαγράψει μέλος της παράταξής του. Η επιλογή αυτή αποτελεί κρίσιμη επιλογή ενδοπαραταξιακής δημοκρατίας και έναν περιορισμό της «δήθεν» θεσμικής «παντοδυναμίας» του δημάρχου.
Ο νομοθέτης, έχοντας ήδη από το 2006, με το άρθρο 94 του ν.3463/2006, ρυθμίσει τα σχετικά με την ανεξαρτητοποίηση ή την διαγραφή του συμβούλου από την παράταξή του δεν προέβλεπε την ένταξή του σε άλλη παράταξη ή την συγκρότηση νέας. Την σιωπή του αυτή που επέτρεπε και διαφορετικές συστηματικές ερμηνείες έλυσε το 2008 με το εδ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν.3731/2008 (ΦΕΚ Α΄263/23.1.2.2008) ορίζοντας ότι «Το μέλος του δημοτικού συμβουλίου που ανεξαρτητοποιήθηκε από την παράταξή του δεν μπορεί να ενταχθεί σε άλλη παράταξη ή να ιδρύσει νέα,…». Η ρύθμιση αυτή προφανώς δεν έρχεται για τα ρυθμίσει τα όσα μπορούν να προκύψουν στην θεσμική πραγματικότητα. Ο ανεξάρτητος δημοτικός σύμβουλος μπορεί να λειτουργεί στην πράξη ως μέλος μίας άλλης δημοτικής παράταξης μετέχοντας ενεργά στις εσωτερικές της διαδικασίες και εκφράζοντας επίσης ενεργά τις θέσεις και υπηρετώντας τους προγραμματικούς της στόχους. Μπορεί επίσης να συγκροτήσει με άλλους ανεξαρτήτους μία νέα ομάδα και να λειτουργήσει όπως σε μία παράταξη. Όμως η μεταβολή του αριθμού των εδρών των δημοτικών παρατάξεων, ιδίως με την προσχώρηση των συμβούλων από την πλειοψηφία στην μειοψηφία και  αντίστροφα θα ανέτρεπε την ex lege κατανομή των εδρών με ποσοστό 3/5 και 2/5 μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Παρότι λοιπόν η πραγματικότητα οδηγεί σε αντίστοιχες καταστάσεις ο νομοθέτης θεσπίζει του παραπάνω περιορισμούς προκειμένου να μην αναγκαστεί να αναγνωρίσει τις παρεκκλίσεις από την  κατανομή των εδρών.  Αυτή, κατά την γνώμη μας, είναι η μοναδική δικαιολογητική βάση της απαγόρευσης για προσχώρηση σε άλλη δημοτική παράταξη ή η συγκρότηση νέας μεσούσης της δημοτικής περιόδου.
Τέλος στο εδ. β΄ της παρ. 6 του άρθρου 66 του νόμου 3852/2010 όπου ενσωματώνεται η διάταξη της παρ.6 του άρθρου 94 του ν.3463/2006 όπως τροποποιήθηκε από την παρ.4 του άρθρου 20 του νόμου 3731/2008 ρυθμίζεται η επανένταξη των ανεξαρτήτων ή διαγραφέντων συμβούλων στην δημοτική παράταξη με την οποία εκλέχθηκαν υπό την προϋπόθεση ότι θα  αποφασίσει να τους δεχθεί η πλειοψηφία των 2/3 των μελών της παράταξης εφόσον η παράταξη έχει τουλάχιστον τρία μέλη και το σύνολο των μελών (ένας ή δύο) όταν η παράταξη έχει λιγότερα από τρία μέλη). Η διάταξη αυτή τέθηκε μάλλον καθ΄ υπερβολή ειδικά στην περίπτωση της προηγηθείσας ανεξαρτητοποίησης δεδομένου ότι αυτή προέκυψε μονομερώς από τον  ανεξάρτητο σύμβουλο. Αντίθετα είναι εύλογη στην περίπτωση της διαγραφής αφού πρέπει να διαπιστωθεί η άρση των λόγων που οδήγησαν στην διαγραφή.

2.4  Με το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν.3731/2008  που ενσωματώνεται  στην παρ.6 του άρθρου 94 του ν.3463/2006 και στην παρ.6 του άρθρου 66 του ν. 3852/2010 ρυθμίζεται το κρίσιμο ζήτημα της συμμετοχής των ανεξαρτήτων ή διαγραφέντων δημοτικών συμβούλων στα όργανα διακυβέρνησης του δήμου. Συγκριμένα ορίζεται  ότι «Το μέλος του δημοτικού συμβουλίου που ανεξαρτητοποιήθηκε ή διαγράφτηκε (σημ. δική μας: προστέθηκε με τον ν.3852/2010) από την παράταξή του δεν μπορεί να ενταχθεί σε άλλη παράταξη (σημ. δική μας: αφαιρέθηκε με τον ν.3852/2010 η φράση: «ή να ιδρύσει νέα») και δεν μπορεί να εξακολουθήσει να είναι μέλος του προεδρείου ή της οικονομικής επιτροπής ή της επιτροπής ποιότητας ζωής  καθώς και να οριστεί ή να παραμείνει αντιδήμαρχος κατά τη διάρκεια της θητείας του»
Η παραπάνω ρύθμιση είναι σημαντική γιατί έρχεται να επιλύσει κομβικά ζητήματα συγκρότησης των οργάνων των δήμων και παραγωγής σοβαρών δυσλειτουργιών. Για παράδειγμα ο αποχωρών ή διαγραφείς σύμβουλος που μετέχει στην «πάλαι ποτέ» δημαρχιακή επιτροπή ή σήμερα στην οικονομική επιτροπή ή την επιτροπή ποιότητας ζωής προσχωρώντας στην παράταξη της πλειοψηφίας εάν προέρχεται από την μειοψηφία ή το αντίστροφο μεταβάλει ποσοτικά την σύνθεση του οργάνου στο οποίο πλέον υπερεκπροσωπείται η μία ή άλλη πλευρά, δηλαδή η πλειοψηφία ή η μειοψηφία. Παλαιότερα, όταν στις περισσότερες περιπτώσεις την μειοψηφία εκπροσωπούσε ένας μόνο σύμβουλος στην δημαρχιακή επιτροπή η πιθανή προσχώρησή του στην πλειοψηφία αφαιρούσε το δικαίωμα της μειοψηφίας να μετέχει στην δημαρχιακή επιτροπή ή αντίστροφα η διαφοροποίηση συμβούλων της πλειοψηφίας και η σύνταξή τους με τον εκπρόσωπο της μειοψηφίας αφαιρούσαν την πλειοψηφία από την «διοικούσα» παράταξη και ουσιαστικά ακινητοποιούσαν την λειτουργία του δήμου. Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Αντίστοιχες καταστάσεις συμβαίνουν και με τους αντιδημάρχους αλλά και τα μήλη του προεδρείου.
Ειδικότερα υπό το ισχύον σύστημα ανάδειξης των μελών των προεδρείου και των επιτροπών (οικονομικής και ποιότητας ζωής ή παλαιότερα της δημαρχιακής) η παραμονή των ανεξαρτητοποιηθέντων ή διαγραφέντων συμβούλων στα όργανα διοίκησης και στο προεδρείο δεν έχει καμία νομιμοποιητική βάση. Ορθώς ο νομοθέτης επιβάλλει την αποπομπή τους και την άμεση αντικατάστασή τους.

2.5  Τέλος, με το άρθρο 35 του ν.3801/2009 (ΦΕΚ Α΄163), που προσέθεσε την παρ.7 στο άρθρο 94 του ν.3463/2006 και σήμερα ενσωματώνεται στην παρ. 7 του άρθρου 66 του ν.3852/2010 επιχειρείται η θεσμοθέτηση της υποχρέωσης των δημοτικών αρχών να διευκολύνουν την λειτουργία των παρατάξεων παραχωρώντας κατάλληλα εξοπλισμένο χώρο μέσα στο δημοτικό κατάστημα και γραμματειακή υποστήριξη. Αρχικά, πριν την ισχύουσα διατύπωση του ν.3852/2010, ο νόμος ανέφερε «γραφείο εντός του δημοτικού καταστήματος, με δυνατότητα γραμματειακής υποστήριξης, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν.» Η ισχύουσα διάταξη είναι βελτιωμένη διότι δεν υπάρχει η ρήτρα των αναγκών της υπηρεσίας και διότι δεν απαιτεί μόνο γραφείο αλλά «κατάλληλα εξοπλισμένο χώρο» δηλαδή πέρα του γραφείο και εξοπλισμό όπως π.χ. τηλέφωνο, τηλεομοιοτυπία, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κ.ο.κ. Η δυνατότητα της γραμματειακής υποστήριξης προϋποθέτει βεβαίως την επάρκεια του προσωπικού και υπό αυτή την έννοια θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζεται η συνδρομή της. Όμως δεν αφήνεται κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην δημοτική αρχή για την παραχώρηση κατάλληλα εξοπλισμένο χώρου. Ο νομοθέτης  δεν απαιτεί ο χώρος αυτός να είναι απαραιτήτως εντός του δημοτικού καταστήματος, δηλαδή στον χώρο όπου εγκαθίστανται ο δήμαρχος και οι κεντρικές υπηρεσίες του δήμου αλλά δεν μπορεί να είναι και χώρος όπου πρακτικά ακυρώνεται η ratio της διάταξης, η ουσιαστική υποστήριξη των δημοτικών παρατάξεων για να συνεδριάζουν, να διατηρούν αρχείο και να διευκολύνονται στην πρόσβαση στα στοιχεία της διοίκησης.
                       
3.    ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ.

3.1. Ο νόμος 3852/2010 (Καλλικράτης) ρυθμίζει και αντιστοίχως με τις δημοτικές παρατάξεις τις περιφερειακές. Συγκεκριμένα με τις παρ. 5-10 του άρθρου 168 του ν.3852/2010 ρυθμίζονται τα ζητήματα της οργάνωσης και λειτουργίας των περιφερειακών παρατάξεων. Μάλιστα ο νομοθέτης τοποθετεί συστηματικά τις περιφερειακές παρατάξεις στο άρθρο περί λειτουργίας του περιφερειακού συμβουλίου γεγονός που συμβολίζει την άμεση συνάφεια των παρατάξεων με την λειτουργία του ανώτατου αντιπροσωπευτικού οργάνου της περιφέρειας.
Ως προς το περιεχόμενο των ρυθμίσεων ακολουθεί την πεπατημένη που έχει ήδη χαράξει με το άρθρο 66.
Όλα τα μέλη του περιφερειακού συμβουλίου μετέχουν σε περιφερειακές παρατάξεις αντίστοιχες του συνδυασμού με τον οποίο έχουν εκλεγεί. Δεν τίθεται αριθμητική προϋπόθεση, ακόμη και συνδυασμός με έναν περιφερειακό σύμβουλο αναγνωρίζεται ως περιφερειακή παράταξη.
Ένας μέλος της περιφερειακής παράταξης μπορεί να αποχωρήσει από αυτήν και να ανεξαρτητοποιηθεί με δήλωσή του στο προεδρείο του περιφερειακού συμβουλίου, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 168 του ν.3852/2010. Επίσης  η περιφερειακή παράταξη εφόσον έχει τουλάχιστον τρία μέλη μπορεί να διαγράψει μέλος της με απόφαση των 2/3 του συνόλου των μελών της περιφερειακής παράταξης.
Ο ανεξάρτητος ή διαγραφείς περιφερειακός σύμβουλος εφόσον είναι μέλος του προεδρείου του περιφερειακού συμβουλίου της οικονομικής επιτροπής ή άλλων διοικητικών επιτροπών ή έχει οριστεί αντιπεριφερειάρχης οφείλει αποπέμπεται από τα όργανα αυτά εφόσον δεν έχει πλέον την νομιμοποίηση να εκπροσωπήσει την παράταξή του. 
Ο ανεξάρτητος ή διαγραφείς μπορεί να επανέλθει στην παράταξη στην οποία ανήκε εφόσον τον αποδεχθεί η ειδική πλειοψηφία των 2/3 των μελών της παράταξης ή το σύνολο των μελών σε παρατάξεις με λιγότερα από τρία μέλη.


3.2. Με  ανάλογο τρόπο, όπως στις δημοτικές παρατάξεις, ρυθμίζεται το θέμα του επικεφαλής. Ο νομοθέτης με την παρ.6 του άρθρο 168 του ν. 3852/2010 ορίζει ότι: «Επικεφαλής της περιφερειακής παράταξης είναι ο σύμβουλος που ήταν υποψήφιος περιφερειάρχης ή σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή αδυναμίας του ο σύμβουλος που εκλέγεται από την πλειοψηφία των περιφερειακών συμβούλων που ανήκουν στην παράταξη».
Και στις περιφέρειες ο νομοθέτης δεν αναφέρεται ρητά στον ηγέτη της πλειοψηφούσας παράταξης ο οποίος είναι ο περιφερειάρχης. Προφανώς κρίνει ως απορρέουσα από το συνολικό σύστημα διακυβέρνησης και στο σύστημα εκλογής αυτή την θεσμική πραγματικότητα.
Ο νομοθέτης με την παρ.7 του άρθρου 168 του ν.3852/2010 υπεισέρχεται και στην σειρά αγορεύσεων των επικεφαλείς των παρατάξεων ορίζοντας ότι «Κατά προτεραιότητα και πάντα μετά τον περιφερειάρχη οι επικεφαλείς». Η διάταξη αυτή αρμόζει ασφαλώς σε κανονισμό λειτουργίας του περιφερειακού συμβουλίου εν τούτοις έχει παρεισφρήσει στον νόμο ενισχύοντας τον θεσμικό ρόλο του επικεφαλής της περιφερειακής παράταξης.

3.3. Τέλος, ο νομοθέτης επιτάσσει την παραχώρηση «κατάλληλα εξοπλισμένου χώρου και γραμματειακής υποστήριξης» στις περιφερειακές παρατάξεις με σκοπό «την αποδοτικότερη λειτουργία τους», σύμφωνα με την παρ.10, του άρθρου 168, του νόμου.
Η εφαρμογή της επιταγής αυτής είναι πράγματι άμεσα συνυφασμένη με την δυνατότητα των περιφερειακών παρατάξεων να λειτουργήσουν στοιχειωδώς στο ιδιαίτερο θεσμικό πεδίο της περιφέρειας. Η φύση των περιφερειακών υποθέσεων απαιτεί πρόσβαση σε ποικίλες πληροφορίες  οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αντληθούν μεμονωμένα χωρίς την  ύπαρξη ενός μηχανισμού στήριξης σε επίπεδο παράταξης. Τα μέλη της παράταξης, οι περιφερειακοί σύμβουλοι, υποχρεούνται να βρίσκονται συνήθως μακριά από την έδρα της περιφέρειας και να μην έχουν  εύλογη πρόσβαση στις υπηρεσίες. Απαιτείται υποδομή με αξιοποίηση των σύγχρονων μέσων της κοινωνίας της πληροφορίας, με γραμματειακή υποστήριξη και εξειδικευμένη παροχή πληροφόρησης. Όλες οι περιφερειακές παρατάξεις πρέπει να διαθέτουν στην έδρα της περιφέρειας την δική τους γραμματεία η κάθε μία και στο μέτρο που οι υλικοτεχνικές συνθήκες το επιτρέπουν είναι χρήσιμο να διαθέτουν και αντίστοιχη δομή στις περιφερειακές ενότητες.

4.    ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Στο περιληπτικό αυτό άρθρο επιχειρήθηκε μία γενική προσέγγιση του θεσμικού πλαισίου των δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων. Αναλυτικότερης προσέγγισης χρήζει η λειτουργία των παρατάξεων, η εσωτερική τους οργάνωση, η σχέση τους με το πολιτικό χρήμα, η σχέση τους με την τοπική κοινωνία των πολιτών. Η δημοκρατική λειτουργία και ιδιαίτερα η συμμετοχική της διάσταση είναι κρίσιμη παράμετρος για την καταξίωση της δημοτικής και περιφερειακής παράταξης ως θεσμού της τοπικής δημοκρατίας. Όλα αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο ενός επόμενου κειμένου.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου