Ο επαγγελματικός βίος των αιρετών που αναλαμβάνουν αξιώματα πλήρους απασχόλησης και
ευθύνης, όπως των δημάρχων κατά κύριο λόγο και
των αντιδημάρχων δευτερευόντως,
τίθεται σε δεύτερη μοίρα ή έστω περιορίζεται από την άσκηση του πολιτικού
αξιώματος με αποτέλεσμα την άμεση ή σταδιακή αποκοπή από την επαγγελματική
δραστηριότητα. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο για τους ελεύθερους επαγγελματίες
αλλά και για τους υπαλλήλους καριέρας στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα.
Η έξοδος του αιρετού από τον επαγγελματικό βίο αποτελεί
ανασταλτικό παράγοντα για την προσέλκυση άξιων επαγγελματιών ή στελεχών του
ιδιωτικού τομέα στην τοπική αυτοδιοίκηση και ιδίως στην άσκηση ηγετικού ρόλου.
Αντίθετα, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η νομοθεσία
κατέστρωσε ρυθμίσεις που ευνοούσαν την ενασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων και
των υπαλλήλων του ευρύτερου δημοσίου τομέα όπως κάθε φορά προσδιορίζεται στην
τοπική αυτοδιοίκηση. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά συναντάται
σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Η σταθερότητα της εργασιακής σχέσης στον δημόσιο τομέα
εξασφαλίζει στους αιρετούς δημοσίους υπαλλήλους τη διατήρηση της θέσης εργασίας
και περιορίζει την ανασφάλειά τους μόνο ως προς την ανέλιξη στην ιεραρχία μετά
την επάνοδό τους στην υπηρεσία.
Αντίθετα, για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τα στελέχη του ιδιωτικού τομέα και τους
επιχειρηματίες η ενασχόληση με την άσκηση δημαρχιακών ή άλλων καθηκόντων
επιφύλασσε το ενδεχόμενο της επαγγελματικής αποτυχίας ή στην περίπτωση που
περιόριζαν σε μέγιστο βαθμό ή απέφευγαν την άσκηση επαγγέλματος η επάνοδος στην επαγγελματική ζωή μετά το
πέρας της θητείας ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.
Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω διαπιστώσεων, η καθιέρωση
του επαγγελματικού ασυμβιβάστου για τους δημάρχους των δήμων με πληθυσμό άνω
των 10.000 κατοίκων (άνω των 25.000 κατοίκων για τη δημοτική περίοδο 2010-2014)
καταστρώθηκε με το άρθρο 16 του ν.3852/2010 και δικαίως προκάλεσε τον έντονο
προβληματισμό των αιρετών οι οποίοι από την κατάσταση της επαγγελματικής
ανασφάλειας στην οποία ασκούσαν τα πολιτικά και διοικητικά τους καθήκοντα,
εφόσον δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, βρέθηκαν ξαφνικά στην βίαιη αναστολή του
επαγγελματικού τους βίου.
Η διάταξη του άρθρου 16 του ν.3852/2010[1]
όριζε ότι: «1. Αναστέλλεται η άσκηση της
επαγγελματικής δραστηριότητας των δημάρχων κατά τη διάρκεια της θητείας τους σε
δήμους άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) κατοίκων. 2. Ο χρόνος αναστολής άσκησης
της επαγγελματικής δραστηριότητας θεωρείται πραγματικός χρόνος για τα
ασφαλιστικά δικαιώματα. Κατά τη διάρκεια της αναστολής, το σύνολο των εισφορών
στον οικείο ασφαλιστικό φορέα καταβάλλεται από το δήμο και βαρύνει τον
προϋπολογισμό αυτού. Με την απόφαση της παραγράφου 4 του άρθρου 93 του παρόντος
καθορίζεται η διαδικασία καταβολής των εισφορών» ενώ στο άρθρο 282, παρ. 18
του ν.3852/2010 ορίζεται ότι «Η αναστολή
άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 16 του
παρόντος και ειδικά για τη δημοτική περίοδο 2011 – 2014 ισχύει για δήμους με
πληθυσμό άνω των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) κατοίκων»
Η καθιέρωση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου για τον
δήμαρχο και τον περιφερειάρχη καταστρώθηκε μετά την κατάργηση του
επαγγελματικού ασυμβιβάστου για τους βουλευτές, ρύθμιση που συνάντησε την
έντονη κριτική από διάφορες πλευρές και σύντομα εγκαταλείφθηκε. Κριτική επίσης
ασκήθηκε για το επαγγελματικό ασυμβίβαστο κατά τη συζήτηση του σχετικού σχεδίου
νόμου στην Βουλή[2] όπου εκφράστηκαν επιφυλάξεις για την ορθότητα
της ρύθμισης κυρίως επειδή ωθεί έμπειρους επαγγελματίες να απέχουν από την
ανάληψη δημαρχιακών ευθυνών παρότι η εμπειρία τους θα ήταν χρήσιμη για την άσκηση της αποστολής τους και προς όφελος του
δήμου και των δημοτών.
Ως αντίλογος αρθρώνεται ασφαλώς η απρόσκοπτη και
αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων του δημάρχου, η πλήρης αφοσίωσή του στην
αποστολή σε συνδυασμό με την καθιέρωση της αντιμισθίας και την διασφάλιση των
ασφαλιστικών του δικαιωμάτων ανεξαρτήτως της εργασιακής σχέσης ή της
απασχόλησης στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα.
Τελικά μετά την επίμονη αντίδραση μεγάλης μερίδας αιρετών
αλλά και μεγάλων Περιφερειακών Ενώσεων Δήμων, όπως της Περιφερειακής Ένωσης
Δήμων Αττικής το σωματείο «Ένωση Δημάρχων Αττικής[3]» αλλά
και της ίδιας της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος η διάταξη του άρθρου 16
ν.3852/2010 καταργήθηκε με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 18
του ν.4111/2013[4].
Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι «με
την ρύθμιση της παραγράφου 1 δίδεται εκ νέου η δυνατότητα στους Δημάρχους να
ασκούν την επαγγελματική
τους δραστηριότητα. Η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να μην
αποθαρρύνονται στελέχη της κοινωνίας που διστάζουν να εγκαταλείψουν πλήρως την
επαγγελματική τους δραστηριότητα και να ασχοληθούν με τα κοινά. Με τη ρύθμιση
αυτή επιδιώκεται να διευρυνθεί ο κύκλος των ενασχολούμενων με τον Α΄ βαθμό
Τοπικής Αυτοδιοίκησης με επιτυχημένους επαγγελματίες και με ανθρώπους που
προέρχονται από τα ενεργά τμήματα της κοινωνίας και με πείρα από τον
επαγγελματικό στίβο.» Έτσι ο νομοθέτης αλλά και ο Υπουργός
Εσωτερικών που εισηγήθηκε την ένταξη της
ρύθμισης στο νομοσχέδιο επικεντρώνονται σε μία κατεύθυνση επιχειρημάτων
με προληπτικό και αόριστο περιεχόμενο καθότι η διάταξη του άρθρου 16 του
ν.3852/2010 εφαρμόστηκε μόνο σε μία δημοτική περίοδο, δηλαδή σε ελάχιστο χρόνο
έτσι ώστε να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τα αποτελέσματα που είχε στην
στελέχωση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Γενικώς όμως πρόκειται για το
χαρακτηριστικότερο επιχείρημα κατά του επαγγελματικού ασυμβιβάστου. Αντίθετα,
από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως η Ένωση Δημάρχων Αττικής αναφέρεται
και ο συγκυριακός αλλά καθοριστικός λόγος που συνηγόρησε υπέρ της άρσης του
επαγγελματικού ασυμβιβάστου, δηλαδή η δραματική μείωση της αντιμισθίας των
αιρετών και εν προκειμένω των δημάρχων έτσι ώστε η άσκηση του επαγγέλματος για
τους ελεύθερους επαγγελματίες αιρετούς αναδεικνύεται σε διέξοδο για την αύξηση
των οικονομικών αποδοχών.
Η καθιέρωση πάντως του ασυμβιβάστου χωρίς να έχει
προηγουμένως προηγηθεί διαβούλευση με τους συλλογικούς φορείς της τοπικής
αυτοδιοίκησης έτσι ώστε να κατανοηθεί η δικαιολογητική βάση της διάταξης και να
ληφθούν όλα τα συνοδευτικά κανονιστικά μέτρα που διασφαλίζουν την καταστατική
θέση των αιρετών με κυριότερα από αυτά την θέσπιση ενιαίας εφαρμογής και κυρίως
αδιαμφισβήτητης σαφήνειας κανόνων για
την αντιμισθία, την κατοχύρωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και την ισότιμη
εγγύηση της επαγγελματικής επανένταξης των αιρετών μετά το πέρας της εντολής
κατέστησαν ευάλωτη την θέσπιση του ασυμβιβάστου ως θεσμού της καταστατικής
θέσης των αιρετών και συνέτειναν εντέλει στην κατάργησή του.
Στην σύγχρονη πραγματικότητα της ευρωπαϊκής τοπικής
αυτοδιοίκησης και ιδίως σε συστήματα τοπικής διακυβέρνησης όπως το ελληνικό
όπου το κύριο βάρος της πολιτικής και διοικητικής διεύθυνσης των δήμων το αναλαμβάνει ο δήμαρχος και οι
αιρετοί συνεργάτες του γεγονός που απαιτεί την αφιέρωση χρόνου που αφαιρείται
από την επαγγελματική δραστηριότητα το ζήτημα των επιπτώσεων της δημαρχιακής ή
γενικότερα της δημοτικής θητείας στην επαγγελματική ζωή των αιρετών
αναδεικνύεται σε μείζον και η θέσπιση μέτρων εξισορρόπησης αλλά και μέτρων
επαγγελματικής επανένταξης αποτελεί μία από τις βασικές παραμέτρους της
καταστατικής θέσης των αιρετών.
Ο δήμαρχος αλλά και οι αντιδήμαρχοι οφείλουν να
αφιερώσουν μεγάλο μέρος από τον διαθέσιμο ημερήσιο χρόνο τους προκειμένου να
ανταποκριθούν στις αρμοδιότητες, τις θεσμικές υποχρεώσεις και τον πολιτικό
διοικητικό τους ρόλο. Ο χρόνος αυτός αφαιρείται πρωτίστως από τον επαγγελματικό
χρόνο διότι πρέπει οι υπηρεσίες των αιρετών να παρασχεθούν σε χρόνο που
λειτουργούν οι υπηρεσίες του δήμου αλλά επιπλέον απαιτείται και περισσότερος
χρόνος εκτός του ωραρίου των υπηρεσιών. Ο ρόλος του Δημάρχου ως ηγέτη του δήμου
είναι πολυσχιδής[5],
δεν περιορίζεται στην διοίκηση των υπηρεσιών αλλά αναλώνεται κυρίως στην άσκηση
ανώτατης διοίκησης, στην άσκηση πολιτικής διεύθυνσης που συνεπάγεται αφιέρωση
μεγάλου τμήματος του διαθέσιμου χρόνου για διαβούλευση με δημότες και τοπικούς
κοινωνικούς φορείς, με τα άλλα αιρετά όργανα του δήμου, με άλλες δημόσιες
διοικητικές αλλά και κυβερνητικές αρχές, γενικώς με έναν κύκλο φορέων και παραγόντων. Αυτός ο ρόλος του
δημάρχου, απόλυτα συνυφασμένος με την αποστολή του αλλά και την δημοκρατική
νομιμοποίηση του λειτουργήματος του δεν μπορεί να περιοριστεί χρονικά, να
μειωθεί ή να εκχωρηθεί.
Στην πράξη η δημαρχιακή λειτουργία, ως διοικητική,
πολιτική, συντονιστική και κυρίως καθοδηγητική ασκείται με την συνεπικουρία των
αντιδημάρχων των οποίων επίσης ο ρόλος μπορεί να διευρύνεται ή να
συγκεκριμενοποιείται ανάλογα με το αντικείμενο της ανατεθείσας αρμοδιότητας ή
και το πληθυσμιακό μέγεθος του δήμου.
Ο δήμαρχος ασκώντας τον περιγραφόμενο παραπάνω ρόλο
αντικειμενικά δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε πλήρη επαγγελματικά καθήκοντα,
αδυναμία η οποία εξαρτάται ως προς το εύρος της τόσο από το μέγεθος του δήμου
όσο και από το αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητας του δημάρχου.
Το πρόβλημα της αναγκαστικής απομάκρυνσης του δημάρχου από την πλήρη επαγγελματική
δραστηριότητα αντιμετωπίστηκε κατά προτεραιότητα για την περίπτωση των δημάρχων
υπαλλήλων του δημοσίου τομέα με την θέσπιση της ειδικής άδειας για όλη την
θητεία. Τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή αυτοδιοίκηση η πρώϊμη ρύθμιση
της καταστατικής θέσης και ειδικότερα της επαγγελματικής εξέλιξης των αιρετών
που έχουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου διαμόρφωσε ένα προνομιακό πεδίο[6]
για τους δημοσίους υπαλλήλους ή για τους υπαλλήλους γενικότερα του δημοσίου
τομέα ενώ αντίθετα δεν υπήρξαν ή άργησαν να καταστρωθούν μέτρα για τους
αιρετούς που δεν ανήκουν στην δημοσιοϋπαλληλία.
Στην ελληνικό δίκαιο της τοπικής αυτοδιοίκησης η
καθιέρωση, όπως αναφέρεται παραπάνω με τον ν.3852/2010, του επαγγελματικού
ασυμβιβάστου υπήρξε η πρώτη ίσως οριζόντια απόπειρα ρύθμισης της επαγγελματικής
ζωής των δημαρχών η οποία όπως δεν επέφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα διότι
ήταν ελλιπής και με αρνητική- απαγορευτική φορά.
Ο νομοθέτης, προτού προβεί σε απαγορευτικές ρυθμίσεις,
οφείλει να καταστρώσει σύστημα κανόνων που να παρέχει στον αιρετό το δικαίωμα
και τη δυνατότητα να φέρει σε πέρας την αποστολή του με όρους ισότιμης νομικής
κατοχύρωσης της καταστατικής θέσης αδιακρίτως, στο μέτρο του δυνατού, της
επαγγελματικής προέλευσης του αιρετού.
Η ειδική άδεια για τον δημόσιο υπάλληλο, τον εργαζόμενο
του δημοσίου τομέα ή και τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα είναι μία ικανή και
αναγκαία λειτουργική διευκόλυνση προκειμένου ο αιρετός να διαθέσει τον αναγκαίο
χρόνο για την άσκηση των καθηκόντων του.
Για τον ελεύθερο επαγγελματία ή τον επιχειρηματία η ανάληψη αιρετού
αξιώματος στην τοπική αυτοδιοίκηση έχει ως προσωπικό διακύβευμα την ανταπόκριση
στις επαγγελματικές υποχρεώσεις. Εάν επιλέξει να αφοσιωθεί στην άσκηση των
δημαρχιακών ή άλλων καθηκόντων στην αυτοδιοίκηση πρέπει να διασφαλίζονται τα
ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα αλλά και – αυτό έχει την μεγαλύτερη
σημασία- οι ευνοϊκές συνθήκες για την επαγγελματική επανένταξη μετά το πέρας
της θητείας. Ο τρόπος διευθέτησης των επαγγελματικών του υποχρεώσεων δεν μπορεί
να είναι αντικείμενο ρύθμισης ούτε πρόνοιας του νομοθέτη. Εάν μπορεί να
διατηρηθεί στον επαγγελματικό στίβο πρέπει να έχει δικαίωμα να το επιδιώξει.
Συνεπώς η καθιέρωση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου δεν μπορεί να έχει ως
δικαιολογητική βάση την αφοσίωση του αιρετού στα καθήκοντά του.
Η ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος από τον δήμαρχο ή τον
αντιδήμαρχο ενδέχεται να δημιουργήσει συνθήκες επαγγελματικής εύνοιας στον
ανταγωνισμό αλλά αυτό δεν πρέπει να αποτελεί καταρχήν αντικείμενο του δικαίου
της καταστατικής θέσης των αιρετών παρά μόνο στο μέτρο που διακυβεύεται το
δημοτικό δημόσιο συμφέρον. Σε δικαιϊκά συστήματα της αυτοδιοίκησης άλλων χωρών
καταστρώνονται επιμέρους επαγγελματικά ασυμβίβαστα ως προς την ανάληψη
συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων από τον
αιρετό[7].
Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις αρθρώνεται αντίλογος επιχειρημάτων διότι
τομείς όμως τα τεχνικά έργα, η χωροταξία, η πολεοδομία κ.ο.κ. στερούνται
πολιτικών προϊσταμένων με ειδικές επιστημονικές αι επαγγελματικές γνώσεις.
Όπως προαναφέρεται, σημαντικότερη πτυχή των επιπτώσεων στην επαγγελματική ζωή των αιρετών είναι η
περίοδος που ακολουθεί την λήξη και κατά την οποία ο αιρετός, ενδεχομένως και
μετά από αρκετές θητείες, υποχρεούται να επανέλθει στην επαγγελματική
δραστηριότητα. Τότε συσσωρεύονται οι αρνητικές επιπτώσεις της διακοπής του
επαγγελματικού βίου. Για μεν τους δημοσίους υπαλλήλους η κατάσταση είναι
καλύτερη σχέση με τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ο δημόσιος υπάλληλος έχει
διασφαλίσει την θέση εργασίας, κατά κανόνα και όπως ισχύει με την κείμενη
νομοθεσία έχει κατοχυρώσει τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα,
ενδεχομένως όμως υστερεί σε σχέση με τους συναδέλφους του στην ανέλιξη στην
διοικητική ιεραρχία. Αλλά και γιαυτό ο
νομοθέτης έχει κατά καιρούς προνοήσει. Το βασικό αίτημα εν προκειμένω είναι η
συμπερίληψη της δημαρχιακής θητείας ή και της θητείας του αντιδημάρχου ως
προϋπηρεσία σε διευθυντική θέση και συνεπώς να προσμετράται στα διοικητικά
προσόντα του δημοσίου υπαλλήλου πρώην αιρετού κατά την αξιολόγηση για την
προαγωγή. Άλλη ίσως ακραία και μαξιμαλιστική εκδοχή είναι η ex
lege κατάληψη διευθυντικής θέση στην υπηρεσία
του. Σε κάθε περίπτωση πάντως η προσμέτρηση
της δημαρχιακής θητείας ως προσόν του υπαλλήλου κατά την αξιολόγηση
διασφαλίζει την ομαλή ένταξη του υπαλλήλου πρώην αιρετού στην υπαλληλική
σταδιοδρομία.
Τα προβλήματα είναι όμως δυσεπίλυτα στην περίπτωση του
ελεύθερου επαγγελματία ο οποίος αναγκάζεται να επανέλθει στον επαγγελματικό βίο
έχοντας απολέσει πολλά χρόνια εμπειρίας και κυρίως μη έχοντας οργανωμένη
επαγγελματική στέγη και συμμετοχή στην
αντίστοιχη αγορά εργασίας. Πολλοί πρώην αιρετοί ευρισκόμενοι σε αυτή την
κατάσταση αισθάνονται ότι πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή επενδύοντας σε
υποδομές, γνώση, εμπειρία.
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της επαγγελματικής
ένταξης των αιρετών μετά την λήξη της θητείας καταγράφεται προβληματισμός αλλά
και προτάσεις για την κατάστρωση ρυθμίσεων που πρέπει να ενταχθούν στο δίκαιο
της καταστατικής θέσης των αιρετών αλλά και μέτρων υποστήριξης που πρέπει να
οργανωθούν και να λειτουργήσουν προς όφελος αυτών των αιρετών.
[1] Αντιστοίχως
για τον περιφερειάρχη η αναστολή της επαγγελματικής δραστηριότητας ορίζεται στο
άρθρο 119 του ν.3852/2010 ως εξής «1.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του αναστέλλεται η άσκηση της επαγγελματικής
δραστηριότητας του Περιφερειάρχη.
2.
Ο χρόνος αναστολής άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας θεωρείται
πραγματικός χρόνος για τα ασφαλιστικά δικαιώματα. Κατά τη διάρκεια της
αναστολής, το σύνολο των εισφορών στον οικείο ασφαλιστικό φορέα καταβάλλεται
από την περιφέρεια και βαρύνει τον προϋπολογισμό αυτής. Με την απόφαση της
παραγράφου 9 του άρθρου 182 του παρόντος καθορίζεται η διαδικασία καταβολής των
εισφορών»
[2] Πρβλ
σχετικά Πρακτικά της Βουλής, Συνεδρίαση
ΡΛΑ΄ - 28 Μαίου 2010 , Αγόρευση Ηλία
Πολατίδη (ΛΑΟΣ) σ. 8047 «Θα αναφερθώ κατ’ αρχάς στο άρθρο 16, το
οποίο αναστέλλει την επαγγελματική ιδιότητα για όσους είναι δήμαρχοι σε δήμους
άνω των είκοσι πέντε χιλιάδων κατοίκων, δηλαδή σχεδόν για όλους. Οι δήμοι που
είναι κάτω από είκοσι πέντε χιλιάδες κατοίκους είναι σχετικώς λίγοι. Στο Νομό
Σερρών δεν είναι κανένας κάτω από τις είκοσι πέντε χιλιάδες. Θέλουμε, λοιπόν,
να προσελκύσουμε κάποιους σοβαρούς ανθρώπους, που να μην είναι απατεώνες –όπως
είναι τώρα του συρμού- να μην έχουν παράξενες σχέσεις με εργολάβους και με
διάφορες εταιρείες, όπως γνωρίζετε καλά εσείς, της Κυβερνήσεως. Σ’ έναν άνθρωπο
που θα γίνει πέντε χρόνια δήμαρχος, έρχεστε εσείς και του κόβετε κάθε
επαγγελματική προοπτική. Αν ένας σα- ράντα ετών εκλεγεί δήμαρχος και αναστείλει
κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, στα σαράντα πέντε του είναι πολύ μικρός για
σύνταξη και έχει μείνει χωρίς κάποια επαγγελματική προοπτική. Αυτό νομίζω
πρέπει να το δείτε, γιατί ενδεχομένως να οδηγήσει σε τελείως λανθασμένες
επιλογές, σε σχέση μ’ αυτές που εσείς επιδιώκετε. Είδαμε ότι η αντίστοιχη
ρύθμιση που υπήρχε για τους Βουλευτές ήταν λάθος και στην προηγούμενη
συνταγματική αναθεώρηση έγινε η αλλαγή της. Γιατί λοιπόν, επανέρχεστε στην ίδια
λογική; Τι ακριβώς θα προσφέρει η συγκεκριμένη», Επίσης πρβλ Αγόρευση Φραγκίσκου Παρασύρη, (ΠΑΣΟΚ)
όπ.π. σ.8051 «Εν προκειμένω, μπαίνω
συγκεκριμένα στο άρθρο 16, που ήδη σχολιάστηκε, για το ασυμβίβαστο των δημάρχων.
Βέβαια, μέσα στην επιτροπή από τις δέκα χιλιάδες το ανεβάσατε στο όριο των
είκοσι πέντε χιλιάδων κατοίκων. Θεωρώ ότι πρέπει να ανέβει ακόμη περισσότερο.
Να σας πω μόνο ότι στην επόμενη απογραφή που θα γίνει στο Νομό Ηρακλείου, όλοι
οι δήμοι θα έχουν πάνω από 25 χιλιάδες κατοίκους. Ενδεχομένως, στο Ηράκλειο να
ψάχνουμε ανθρώπινο δυναμικό, για να μπει υποψήφιος δήμαρχος και να μην
μπορέσουμε να το βρούμε. Να πω ακόμη ότι στη λογική αυτή της επαγγελματοποίησης
της πολιτικής, σχετικά με το άρθρο 94 και το άρθρο 181 –στην παράγραφο 4 και
για τα δύο-γίνεται μια παράδοξη προσθήκη. Το σχολίασα και στην Επιτροπή. Στα
άτομα με αναπηρίες η αντιμισθία προσαυξάνεται κατά 20%. Θεωρώ ότι οι πολιτικές
θέσεις δεν είναι θέσεις στο δημόσιο και είναι και προσβλητικό απέναντι στα
άτομα με ειδικές ανάγκες. Είναι άλλο το υπόβαθρο της πολιτικής μας παρουσίας.
Πρέπει πάντα να παραμένει ένα υπόβαθρο προσφοράς στα κοινά και δεν είναι θέσεις
στο δημόσιο.» Για το ίδιο θέμα ο πρώην πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ Βουλευτής Πάρης
Κουκουλόπουλος εξέφρασε τις απορρέουσες και από την πολυετή δημαρχιακή θητεία
του επιφυλάξεις. Βλ. Αγόρευση Παρασκευά
Κουκουλόπουλου (ΠΑΣΟΚ) όπ.π. σ. 8055 «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριε Πρόεδρε, πάω σε ένα άλλο ζήτημα που
αφορά τα ασυμβίβαστα, τα οποία αν δεν κάνω λάθος, κύριε Υπουργέ, έχουν
μετατεθεί για την επόμενη δημοτική περίοδο. Εν πάση περιπτώσει, θέλω να σας πω
πάντως ότι όλο αυτό που νομοθετούμε είναι επηρεασμένο από την απόλυτη κυριαρχία
στην πολιτική ατζέντα του θέματος διαφάνεια. Νομίζω είναι υπερβολικά αυτά που
νομοθετούμε. Το πραγματικό ζήτημα με τους δημάρχους, που αποφασίζουν να αφήσουν
τη δουλειά τους και να γίνουν πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, τα
προηγούμενα χρόνια ήταν ένα και μοναδικό, το ασφαλιστικό τους. Πολλοί από εμάς
κάναμε πέντε και δέκα χρόνια «τρύπα» κυριολεκτικά στο συνταξιοδοτικό και
ασφαλιστικό μας, γιατί μείναμε άνευ αποδοχών από τη δουλειά μας. Αυτό είναι το
πραγματικό πρόβλημα, ότι θα πρέπει να εξασφαλίσουμε τη συνέχιση της κύριας
ασφάλισης καθενός, ανεξαρτήτως αν είναι ελεύθερος επαγγελματίας, ιδιωτικός ή
δημόσιος υπάλληλος, για να μπορεί ασφαλιστικά να μην έχει πρόβλημα και με την
αποζημίωση από το δήμο του να μπορεί να αφιερωθεί αποκλειστικά στα καθήκοντά
του. Πρέπει να αλλάξει η προσέγγιση. Δεν μπορεί αυτή η τρομοκρατία των Μέσων
Ενημέρωσης γύρω από το θέμα διαφάνεια, να μας οδηγεί να νομοθετούμε κάτω από
ένα κλίμα όπου ποινικοποιούμε εκ των προτέρων κάθε έναν, που πάει να καταλάβει
μια θεσμική θέση. Έλεος! Πρέπει να αλλάξει εντελώς η λογική.» Για το ίδιο
θέμα πρβλ Αγόρευση Βαϊτση Αποστολάτου
(ΛΑΟΣ), όπ.π. σ.8056 «Πήρα το λόγο μόνο
για να πω ότι έχω σαφή αντίθεση, κύριε Υπουργέ, στο θέμα του ασυμβιβάστου.
Ήθελα να τα πάρω με τη σειρά, αλλά το ασυμβίβαστο είναι το πρώτο θέμα, δηλαδή
το άρθρο 16, η πρόβλεψη περί αναστολής της επαγγελματικής δραστηριότητας κατά
τη διάρκεια θητείας των δημάρχων σε δήμους πάνω από είκοσι πέντε χιλιάδες, η
οποία δεν κρίνεται επωφελής για τοπικές κοινωνίες και περιφέρειες. Θα σας πω
ότι το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των δημάρχων δεν επιτυγχάνεται μόνο με την
απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά με μια κατάσταση μετατροπής αφ’
ενός μεν της συμμετοχής τους στα κοινά σε επαγγελματική ανέλιξη, αφ’ ετέρου δε
τους αιρετούς άρχοντες τους καθιστά σε πολιτικούς καριέρας, αποκλειστικά
εξαρτημένους και από δημόσιους πόρους. Άλλωστε, επαγγελματικό ασυμβίβαστο δεν
προβλέπεται στον καταστατικό χάρτη της χώρας, το Σύνταγμά μας, ούτε για τα μέλη
της Εθνικής Αντιπροσωπείας πλέον, γεγονός που καθιστά αυταπόδεικτη λογική και
την άρση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου και στους αιρετούς δημάρχους. Προτείνεται,
συνεπώς, η επανεξέταση του άρθρου 16. Ήμουν από τους πολέμιους του ασυμβιβάστου
και για εμάς τους Βουλευτές και νομίζω και πιστεύω βαθιά ότι είναι σαφώς λάθος
η απόφαση αυτή.»
[3] Βλ. σχετική
ανακοίνωση της «Ένωσης Δημάρχων Αττικής» για τις αποφάσεις της Τακτικής
Συνέλευσης της 2ας Φεβρουαρίου 2012 η
οποία μεταξύ των άλλων υπογραμμίζει «1.Αποτελεί καθολικό αίτημα της
Αυτοδιοίκησης η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου που προβλέπεται στο
άρθρο 16 του Ν.3852/2010 αφού η αστοχία του μέτρου αυτού συνδυαζόμενη με τις
δραματικές περικοπές των αποδοχών των Δημάρχων, δημιουργούν αποτρεπτικές
συνθήκες προσέλευσης ποιοτικών ηθικών προσώπων.»
[4] Βλ. Άρθρο
18, παρ.1 ν.4111/2013 «1. Από την έναρξη
ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται το άρθρο 16, καθώς και η παράγραφος 18
του άρθρου 282 του ν. 3852/2010 (Α΄87)»
[5] Πρβλ, Ν-Κ. Χλέπας, Ο Δήμαρχος. Τόμος Πρώτος, ο
Δήμαρχος ως αιρετός ηγέτης, Αθήνα 2005, όπου μεταξύ των κυριοτέρων παραμέτρων
του ρόλου του Δημάρχου ως αιρετού ηγέτη αναλύεται η χάραξη των κατευθύνσεων
πολιτικής και η επεξεργασία της προγραμματικής στρατηγικής του δήμου, η διαφύλαξη
της δημοτική και κοινωνικής συνοχής και η μέριμνα για την εκπλήρωση της
αποστολής της δημοτικής αρχής διαμέσου και της διοίκησης του ανθρώπινου
δυναμικού του δήμου.
[6] Πρβλ, Ν- Κ. Χλέπας, όπ.π. (σημ.) σ. 92 επ.
όπου παρατίθεται σχετικός πίνακας με την επαγγελματική προέλευση των Δημάρχων
από τον οποίο προκύπτει ο μεγάλος αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων (σε δείγμα 145
Δημάρχων οι υπάλληλοι δημόσιου τομέα (δημόσιοι υπάλληλοι 25 και εκπαιδευτικοί
20) συνολικά ανήκουν 45 Δήμαρχοι. Πρβλ επίσης, Ferdinando Pinto, Lo status
degli amministratori locali nel nuovo Testo Unico, σ. 2 επ. http://www.comuni.it/ndacomuni/informa/tu/pinto.pdf ,
[7] Πρβλ. για
παράδειγμα, Ferdinando
Pinto, όπ.π. σ. 22 επ. Ο F.Pinto
σχολιάζει την ρύθμιση του 3ου εδαφίου του άρθρου 78 του Testo
Unico (Κωδικοποίηση της ιταλικής νομοθεσίας για
τους δήμους) που ορίζει ότι «τα μέλη της
Διοίκησης (Giunta) που είναι αρμόδια
για την Πολεοδομία, την Oικοδομή και τα Δημόσια Έργα πρέπει να απέχουν από την
άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας
στον τομέα της δημόσιας ή ιδωτικής οικοδομής στην περιοχή που αυτοί
διοικούν» Ratio αυτής της
διάταξης είναι προφανώς η ηθική αρχή σύμφωνα με την οποία ο αιρετός δεν μπορεί να μεταφέρει στην δημόσια σφαίρα τα ιδιωτικά
του συμφέροντα και από την άλλη δεν μπορεί να
συνδέει την ιδιωτική σφαίρα με την δημόσια αιρετή θέση του. Πρόκειται για
δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Διασφαλίζεται ότι δεν υπάρχουν ιδιωτικά οφέλη που
απορρέουν άμεσα από την δημόσια αιρετή θέση. Βέβαια γεννάται δικαίως
προβληματισμός και για την εν γένει
συμμετοχή του επαγγελματία της Οικοδομής στην Διοίκηση Giunta
εφόσον μετέχει στην λήψη των αποφάσεων του συλλογικού οργάνου, ενώ δεν είναι
αρμόδιος για την Πολεοδομία, την Οικοδομή και τα Δημόσια Έργα, η δικαιολογητική
βάση της απαγόρευσης ίσως θεμελιώνει προσφυγές κατά τον αντίστοιχων πράξεων
στις οποίες αυτός μετέχει ως απλό μέλος της Διοίκησης, εξέλιξη που θα οδηγήσει
σε απόλυτο κώλυμα. Πάντως η αυστηρή εκ πρώτης όψεως αυτή διάταξη είναι απόρροια
των πολλών υποθέσεων διαφθοράς που έχουν απασχολήσει την Ιταλική Δικαιοσύνη στο
αντικείμενο της Πολεοδομίας, της Οικοδομής και των Διαγωνισμών για Δημόσια
Έργα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου