Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Η ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ


Του Δημήτρη Κατσούλη
τ. Δήμαρχου Αυλώνος Ευβοίας

Τα επόμενα χρόνια θα είναι χρόνια δραστικού περιορισμού των δημοσίων οικονομικών, όποια και αν είναι η εξέλιξη των πραγμάτων. Ήδη η πίεση για την μείωση των δαπανών αγγίζει το σύνολο των δημοσίων οργανισμών και συνεπώς δεν αφήνει απέξω τους ΟΤΑ του πρώτου και του δευτέρου βαθμού.  Η μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων είναι ήδη απρόβλεπτα δραματική και αναμένεται να γίνει ακόμη χειρότερη. Οι ΟΤΑ, όπως όλο το ελληνικό δημόσιο αλλά και οι δημότες είναι αναγκασμένοι να έχουν λιγότερα χρήματα στην τσέπη τους και συνεπώς να διαχειριστούν τις υποχρεώσεις τους με αυτά.
Λέγεται, και έχουν δίκιο όσοι το λένε, ότι η κρίση μπορεί να γεννήσει ευκαιρίες για μία διαφορετική ποιότητα στον τρόπο και στο αποτέλεσμα της διαχείρισης των δημοσίων πόρων. Αυτό όμως προϋποθέτει ψυχραιμία, εφευρετικότητα και σωστό σχεδιασμό. Στο πεδίο αυτό η τοπική αυτοδιοίκηση έχει αρκετές πιθανότητες να τα πάει καλά. Αρκεί να διεκδικήσει και να πετύχει την αναγνώριση και την στήριξη από την κεντρική διοίκηση ενός κρίσιμου ρόλου στην αναπτυξιακή ανασυγκρότηση της χώρας. Παράλληλα όμως πρέπει να απελευθερωθεί από την  κρατικιστικό εναγκαλισμό που απονευρώνει την πρωτοβουλία, την εφευρετικότητα και την  πρακτικότητα που χαρακτηρίζουν την γοητευτική δυναμική της τοπικής εξουσίας
Η  ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να ανατρέψει επίσης το "ελληνικό παράδοξο" του να αναβαθμίζεται θεωρητικά μέσα από σημαντικές μεταρρυθμίσεις που γίνονται στο όνομα της ισχυροποίησης της και της προσέγγισης του "ευρωπαϊκού αυτοδιοικητικού κεκτημένου" (π.χ. "Καποδίστριας" και κυρίως "Καλλικράτης" ) ενώ στην πράξη οι όροι και οι συνθήκες εφαρμογής τους την οδηγούν όλο και περισσότερο στην θεσμική, λειτουργική και οικονομική κηδεμονία, παρασύροντάς την στην μέγγενη  των αδιεξόδων του ελληνικού δημόσιου τομέα, απομακρύνοντάς από την ισχυροποίηση και το "ευρωπαϊκό αυτοδιοικητικό κέκτημένο".
Και όμως η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί στην μικροκλίμακα των τοπικών κοινωνιών να πετύχει δράσεις ανάπτυξης δίνοντας εμφάση στην απασχόληση και στην αξιοποίηση των τοπικών πόρων. Η συστηματική επέκταση των αναπτυξιακών πρωτοβουλιών που μπορεί να λάβει η αυτοδιοίκηση σε όλο το φάσμα της χώρας είναι δυνατόν να πυροδοτήσει την αναπτυξιακή αναγέννηση στην οποία αναγκαστικά και μονοσήμαντα μπορεί να προσδοκά ο τόπος μας.
Χρειάζονται πάντως ορισμένες δραστικές πρωτοβουλίες  με σχέδιο αλλά ταυτόχρονα και γρήγορες κινήσεις.
Η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να φέρει στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντός της την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας. Και στους δήμους και τις περιφέρειες, όπως σε όλο το δημόσιο τομέα η ακίνητη περιουσία παραμένει παντελώς ανεκμετάλλευτη με μοναδική εξαίρεση τις χαριστικές  παραχωρήσεις ή  την κάλυψη των καταπατήσεων, στο πλαίσιο μίας πελατειακής νοοτροπίας που χρειάζεται να ξεριζωθεί τώρα.

Πέρα από την δημοτική ή περιφερειακή ακίνητη περιουσία  υπάρχει η δημόσια ακίνητη περιουσία, αυτή που υποτίθεται ότι διαχειρίζεται η Κτηματική Υπηρεσία και το Υπουργείο Οικονομικών ή  οι λεγόμενες δασικές εκτάσεις που όμως δεν αποτελούν δάση. Η παραχώρηση στην τοπική αυτοδιοίκηση της χρήσης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και μόνο για την αξιοποίησή της και την παραγωγή τοπικών πόρων πρέπει να γίνει αντικείμενο σοβαρής επεξεργασίας, πρότασης και υλοποίησης. Ως Δήμαρχος Αυλώνος Ευβοίας είχα προτείνει την παραχώρηση των δασικών εκτάσεων που δεν είναι δάση και που συνήθως παραχωρούνται με μία απλή απόφαση δασάρχη σήμερα για να φυτρώσουν δεκάδες επενδύσεις κυρίως στις ΑΠΕ με μεγάλη απόδοση για τους επενδυτές, με μηδενική απόδοση στην τοπική κοινωνία. Η παραχώρηση της χρήσης στους οικείους δήμους θα επέτρεπε την συμμετοχή του δήμου στην επένδυση διαμέσου της διαδικασίας των ΣΔΙΤ και θα επέφερε ικανοποιητικό  έσοδο στον δήμο, θα δημιουργούσε έναν νέο δυναμικό τοπικό πόρο ενώ παράλληλα θα ενίσχυε την κοινωνική αποδοχή των ΑΠΕ στις τοπικές κοινωνίες.
Σε όλη την χώρα, ιδίως στην ορεινή και νησιώτικη Ελλάδα υπάρχουν δυστυχώς στα χαρτιά πολλά κληροδοτήματα. Έως σήμερα το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών και τώρα οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις  δεν  είναι σε θέση ούτε να τα καταγράψουν πόσο μάλλον να τα διαχειριστούν και να τα αξιοποιήσουν. Χρειάζεται η άμεση καταγραφή, αποτίμηση και μεταβίβαση της διαχείρισης στους οικείους ΟΤΑ. Ασφαλώς με αυστηρό πλαίσιο παρακολούθησης και εποπτείας, με δείκτες αποδοτικότητας και σαφή στόχους αξιοποίησης προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Ανάλογης διαχείρισης μπορούν να τύχουν οι σχολάζουσες κληρονομιές.
Όλα αυτά δεν πρόκειται να προχωρήσουν εάν η ίδια η τοπική αυτοδιοίκηση δεν καταστρώσει σχέδια και δεν αναπτύξει πολιτικές για την αξιοποίηση  της ακίνητης περιουσίας. Η κεντρική διοίκηση όχι μόνο δεν θα μπορέσει να το κάνει αλλά και δεν θα θελήσει να το κάνει. Για τους δήμους και τις περιφέρειες είναι τώρα η ευκαιρία να προστρέξουν στην ευρωπαϊκή εμπειρία, να σχεδιάσουν πολιτικές και να διεκδικήσουν το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.
Υπάρχουν και άλλες πρωτοβουλίες, πολύ μικρότερης απόδοσης, σχεδόν απειροελάχιστης σε σχέση με την απόδοση της ακίνητης περιουσίας, όμως εδώ που φθάσαμε ακόμη και τα «ψίχουλα των πόρων» που μπορούν να εξοικονομηθούν έχουν πολλαπλάσια αξία. Αναφέρομαι στο κόστος των δημοσίων και εν προκειμένω των δημοτικών και περιφερειακών έργων. Στην Ελλάδα ισχύει ένα ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με άλλες χώρες εργολαβικό όφελος το οποίο αφαιρείται από την δαπάνη του πραγματικού έργου ενώ η μείωσή του θα επέτρεπε την εξασφάλιση περισσότερων πόρων για την δαπάνη του πραγματικού έργου, εξοικονομώντας επιπλέον πόρους που μπορούν να διατεθούν σε αναπτυξιακές και κοινωνικές δράσεις.
Το εργολαβικό όφελος 18% για έργα που χρηματοδοτούνται από αναπτυξιακά προγράμματα και πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και πολύ περισσότερο το 28% για έργα που χρηματοδοτούνται από ιδίους πόρους  είναι εξωφρενικά αντιαναπτυξιακό. Καταρχήν δεν δικαιολογείται με τίποτε η διάκριση δύο ποσοστών. Ένα ποσοστό γύρω στο 12% θα ήταν καταρχήν εύλογο δεδομένου ότι σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες το ποσοστό είναι αρκετά κάτω από το 12%. Τουλάχιστον για τα δημοτικά και περιφερειακά έργα αυτό πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα. Αναλογίζεται κανείς, ιδιαίτερα μετά την αύξηση του ΦΠΑ στο 23% ότι πάνω από το 50% της δαπάνης για ένα έργο, όταν χρηματοδοτείται από ιδίους πόρους, δεν κατευθύνεται στην πραγματική δαπάνη του έργου. Εάν προσθέσουμε το 28%+23%+15% Γ.Ε.& απρόβλεπτα είναι πασιφανές ότι η χρηματοδότηση των έργων κοστίζει πολύ περισσότερο από όσο η πραγματική τους δαπάνη. Η μείωση του εργολαβικού  οφέλους τουλάχιστον στο 12%, η μείωση του ΦΠΑ στο 19% και η δραστική μείωση των απροβλέπτων θα εξοικονομήσει πόρους για την πραγματική δαπάνη των έργων και συνεπώς για την τοπική ανάπτυξη. Εάν σε αυτή την παράμετρο προστεθεί και  η εφαρμογή άλλων μεθόδων και κριτηρίων εκτέλεσης των έργων, με  ριζικό εκσυγχρονισμό της διαδικασίας ανάθεσης, παρακολούθησης και παραλαβής, με απλοποίηση διαδικασιών και πραγματική εποπτεία από την δημοτική ή περιφερειακή αρχή τα αποτελέσματα θα είναι ακόμη θεαματικότερα. Προς αυτή την κατεύθυνση πάλι η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει και πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες. Εάν περιμένει από το κράτος,  έχει χάσει.
Τα παραπάνω είναι ορισμένες μόνο σκέψεις  για το πώς πρέπει να προσανατολίσει το ενδιαφέρον της η τοπική αυτοδιοίκηση. Το να αναλάβει τώρα πρωτοβουλίες επεξεργασίας πολιτικών γιαυτά τα ζητήματα και ασφαλώς για πολύ περισσότερα είναι χρέος της προκειμένου να μην παρασυρθεί στη δίνη της απόλυτης απαξίωσης των δημοσίων θεσμών  αλλά αντίθετα να ανοίξει νέους δρόμους για την αναπτυξιακή αναγέννηση των τοπικών κοινωνιών αλλά και της χώρας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου