Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η εισήγηση αποτελεί μέρος του κρίση-μου σεμιναρίου
της Πρωτοβουλίας για την Υπεράσπιση της
Κοινωνίας και της Δημοκρατίας που έγινε την Τρίτη 27/11 με θέμα:
ΕΠΙΤΕΛΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ – ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ – ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ:
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Στο προηγούμενο κρίση-μο Σενινάριο, αγαπητοί φίλοι,
παρουσιάσθηκαν εισαγωγικά, με αξιοσημείωτη ενάργεια και πληρότητα κατά την
άποψή μου, όλες οι βασικές παράμετροι για τον αναγκαίο ιδεολογικοπολιτικό
αναπροσανατολισμό της συζήτησης σε σχέση με την έννοια, την σημασία και την
αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης του κράτους. Αυτές τις παραμέτρους θα
προσπαθήσουμε να εξειδικεύσουμε σήμερα, με επίκεντρο πλέον το διοικητικό
σύστημα, ο ριζικός μετασχηματισμός του οποίου έχει την ίδια σημασία με τον
–αλληλένδετο σε κάθε περίπτωση– μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος, στον
οποίο είχα την ευκαιρία να αναφερθώ σε παλαιότερη εκδήλωση της κίνησης.
Είναι φανερό, αγαπητοί φίλοι, ότι τα διοικητικά
προβλήματα του ελληνικού κράτους, δεν οφείλονται μόνο στην οικονομική κρίση
ούτε ανάγονται, στον ίδιο βαθμό, στην εν
γένει υπονόμευση του εθνικού κράτους λόγω του «φονταμενταλισμού» των αγορών.
Ένα μεγάλο μέρος αυτών των προβλημάτων, ίσως το μεγαλύτερο σε σχέση με όλες τις
άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οφείλεται σε ορισμένες κραυγαλέες παθογένειες του
ελληνικού κράτους, οι οποίες πολλαπλασιάσθηκαν και παροξύνθηκαν υπό την πίεση
των διεθνών εξελίξεων. Με άλλα λόγια, η παγκόσμια οικονομική κρίση συντέλεσε
καθοριστικά για να αποκαλυφθούν σε όλη τους την έκταση και σε όλες τους τις
εκφάνσεις τα εσωτερικά προβλήματα της ελληνικής διοικητικής πραγματικότητας.
Τα πλέον αρνητικά χαρακτηριστικά του ελληνικού
διοικητικού συστήματος εντοπίζονται αναμφίβολα αφ’ενός μεν στον
υπερσυγκεντρωτισμό και τον ανορθολογισμό ως προς την οργάνωση και λειτουργία
του, με ιδιαίτερες εκφάνσεις τον νομικισμό, την προσκόλληση στη διαδικασία και
την αδιαφορία για το αποτέλεσμα, αφ’ετέρου δε, και ιδίως, στην βαθύτατα
πελατειακή λογική που το διαπερνά και το καθορίζει, με αποτέλεσμα την
ευνοιοκρατία στην στελέχωσή του και την μεροληψία στην δράση του. Όλα αυτά, τα
οποία είναι γνωστά και έχουν ήδη αναλυθεί επαρκώς τόσο σε πολιτικό όσο και σε
επιστημονικό επίπεδο, συνθέτουν την εικόνα ενός κράτους το οποίο όχι μόνον δεν κατάφερε, έστω και στοιχειωδώς, να
αντιστοιχηθεί στις προκλήσεις των καιρών –ιδίως όπως αυτές αναδείχθηκαν στο
πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης– αλλά και συνέβαλε
τα μέγιστα στην οικονομική κατάρρευση, λόγω αφ’ενός μεν της πλήρους
αναποτελεσματικότητας, ως προς την διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων και την
άσκηση των δημόσιων πολιτικών, αφ’ετέρου
δε της υπερδιόγκωσης των κρατικών υπηρεσιών και της υποταγής τους στον
συντεχνιασμό, τη διαφθορά και τη
συναλλαγή, που μετέτρεψαν το κράτος πρόνοιας σε «κράτος μαστό», δηλαδή σε
κράτος απομυζούμενο από τα πάσης φύσεως ιδιωτικά συμφέροντα.