Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ



ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ. ΤΑΣΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ (24-1-2012)

Εισαγωγική τοποθέτηση
Τα κόμματα είναι βασικός πολιτικός θεσμός των σύγχρονων δημοκρατικών συστημάτων διακυβέρνησης. Αυτή την παραδοχή οφείλει καθένας, είτε πολιτικός είτε διαμορφωτής της κοινής γνώμης είτε πολίτης, να τη λαμβάνει σοβαρά υπόψη του όταν συζητά για τις όποιες αδυναμίες του κομματικού συστήματος στην Ελλάδα, το οποίο άλλωστε δεν είναι ο μόνος εξουσιαστικός μηχανισμός που λειτουργεί στη χώρα μας και εμφανίζει τέτοιου είδους αδυναμίες ή ακόμα και παθογένειες. Αυτή η επισήμανση όχι μόνο δεν απαλλάσσει, αλλά, αντίθετα, τονίζει ακόμη περισσότερο την υποχρέωση των κομμάτων να αντιμετωπίσουν την κρίση εμπιστοσύνης που έχει ενσκήψει στις σχέσεις τους με τους πολίτες και η οποία προσλαμβάνει ιδιαίτερες διαστάσεις καθώς η χώρα βιώνει πρωτόγνωρες δυσκολίες τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Στο σκηνικό αυτό αναπόφευκτη είναι η έντονη κριτική κατά του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων, ιδίως αυτών που έχουν διαχειριστεί τις τύχες της χώρας. Μια κριτική που συχνά δεν περιορίζεται μόνο σε λάθη πολιτικής, αλλά αφορά εξαιρετικής κρισιμότητας ζητήματα, όπως η πολιτική διαφθορά και το «μαύρο» πολιτικό χρήμα.
Προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της κριτικής που ασκεί η κοινωνία στο κομματικό σύστημα δεν μπορεί παρά να συμβάλλει μια ειλικρινής συζήτηση γύρω από ζητήματα που αφορούν τη χρηματοδότηση των κομμάτων. Ζητήματα όπως αυτό της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητας των ελέγχων που αφορούν το πολιτικό χρήμα ή της διαφάνειας και των όρων χρηματοδότησης πολιτικών κομμάτων και προσώπων συνιστούν, πιστεύω, σημαντικό όρο για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού μας συστήματος. Με ισχυρή κοινωνική κριτική στις λειτουργίες των κομμάτων η ίδια η πολιτική λειτουργία εξασθενίζει, διαμορφώνοντας μια ιδιότυπη αντίληψη στις συνειδήσεις των πολιτών, ενώ, εν τέλει, είναι το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα το οποίο καθίσταται ευάλωτο σε αφοριστικούς, μηδενιστικούς και πολλές φορές ιδιοτελείς λαϊκισμούς.
Το Υπουργείο Εσωτερικών από την πλευρά του έχει κάθε διάθεση να συμβάλλει στη συζήτηση για τη χρηματοδότηση των κομμάτων και το πολιτικό χρήμα και να προχωρήσει ακόμη και στην κατάθεση συγκεκριμένων ρυθμίσεων στη Βουλή των Ελλήνων. Γι` αυτό άλλωστε και σήμερα είμαι εδώ ενώπιον της Επιτροπής σας. Προϋπόθεση, βεβαίως, είναι να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ των κομμάτων, που έχουν εξάλλου και τον πρώτο λόγο και καλούνται να διατυπώσουν τις σχετικές προτάσεις τους.
Όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω και στην απάντησή μου στην επίκαιρη επερώτηση της Προέδρου της Δημοκρατικής Συμμαχίας και των βουλευτών της στις 19 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, πιστεύω ότι είναι σκόπιμο να εξετάσουμε ποιό είναι σήμερα το θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει και ορίζει τα ζητήματα χρηματοδότησης των κομμάτων, ποιά είναι η πραγματικότητα και οι αστοχίες του θεσμικού μας πλαισίου τις οποίες οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε και ποιές οι πιθανές επιλογές μας λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, τη σημερινή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών της χώρας και τις θυσίες που μεγάλο τμήμα της κοινωνίας υφίσταται.


Α) Αναδρομή στην εξέλιξη της σχετικής νομοθεσίας
Είναι γνωστό  ότι η υιοθέτηση ρυθμίσεων σε σχέση με τις πηγές και τους κανόνες χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, αλλά και των πολιτικών προσώπων, δεν είναι επινόηση της ελληνικής Πολιτείας. Αποτελεί πεδίο διαρκούς πολιτικού προβληματισμού σε όλα τα κράτη με δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα. Και τούτο διότι η διασφάλιση της ισότητας των ευκαιριών, του ισότιμου πολιτικού ανταγωνισμού, αλλά και της αυτονομίας της πολιτικής και της αποφυγής αθέμιτων επηρεασμών από ιδιωτικά συμφέροντα αποτελούσαν πάντα προϋποθέσεις για την υγιή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. 
Στην Ελλάδα οι πρώτες ρυθμίσεις για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων εισήχθησαν το 1984 με το νόμο 1443. Με το νόμο αυτό προβλέφθηκε το επιτρεπτό της ιδιωτικής χρηματοδότησης των κομμάτων, η οποία, εφόσον δεν ξεπερνούσε τις 200.000 δραχμές της εποχής, μπορούσε να είναι ανώνυμη, υποχρεώνονταν τα κόμματα να τηρούν βιβλία και να δημοσιεύουν ισολογισμούς σε δύο αθηναϊκές εφημερίδες, ενώ προβλεπόταν επίσης μηχανισμός ελέγχου του ισολογισμού από διακομματική επιτροπή βουλευτών και κυρώσεις από τον Πρόεδρο της Βουλής (διακοπή της κρατικής ενίσχυσης για ένα χρόνο) σε περίπτωση παράβασης των προβλεπόμενων υποχρεώσεων των κομμάτων.
 Όμως, η σημαντικότερη εξέλιξη με το ν.1443/1984 υπήρξε η για πρώτη φορά θεσμοθέτηση της ετήσιας οικονομικής ενίσχυσης των κομμάτων από το κράτος προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις λειτουργικές και εκλογικές τους δαπάνες, η οποία ορίστηκε σε ποσοστό ένα τοις χιλίοις (1‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του αντίστοιχου έτους. Μια επιλογή που άλλαξε εντελώς το πλαίσιο χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και χαιρετίστηκε ως δημοκρατική κατάκτηση. Ας σημειωθεί ότι η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων είχε ήδη εδραιωθεί σε αρκετές δυτικοευρωπαϊκές χώρες ως πρακτική, με τη Δυτική Γερμανία να την υιοθετεί ήδη από το 1959. Σήμερα μάλιστα, με την εξαίρεση ίσως της Βρετανίας που έχει ένα ιδιότυπο δικό της σύστημα χρηματοδότησης των κοινοβουλευτικών ομάδων, δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα που να μην προβλέπει κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων.
Ο  νόμος του 1984 αντικαταστάθηκε από το ν.2429/1996 με τον οποίο η κρατική ετήσια χρηματοδότηση των κομμάτων διακρίθηκε πλέον σε τακτική και εκλογική. Η τακτική χρηματοδότηση ανήλθε σε ποσοστό ένα κόμμα δύο τοις χιλίοις (1,2‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του αντίστοιχου οικονομικού έτους. Αντίστοιχα, η εκλογική χρηματοδότηση ορίστηκε σε ποσοστό έως μηδέν κόμμα πέντε τοις χιλίοις (0,5‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του έτους διεξαγωγής των εκλογών και προβλέφθηκε η χορήγησή της κάθε φορά που διεξάγονται εθνικές εκλογές ή ευρωεκλογές. Παράλληλα, με τον ίδιο νόμο θεσμοθετήθηκε επίσης για πρώτη φορά η ετήσια οικονομική ενίσχυση των κομμάτων για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς σε ποσό ίσο με το μηδέν κόμμα ένα τοις χιλίοις (0,1‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Επομένως, το ποσό της κρατικής χρηματοδότησης μπορούσε να ανέλθει σε περίπτωση διεξαγωγής εκλογών συνολικά σε ποσοστό ένα κόμμα οκτώ τοις χιλίοις (1,8‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Τα ανωτέρω ποσοστά κρατικής χρηματοδότησης μειώθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 2469/1997 κατά 7,5% από 01.01.1997 και κατά περαιτέρω 7,5% από 01.01.1998, ήτοι σε ποσοστό ένα κόμμα πενήντα τέσσερα τις χιλίοις (1,54‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού.

Β) Υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο
 Ο νόμος του 1996 αντικαταστάθηκε με τη σειρά του από το ν.3023/2002, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα με τις όποιες επιμέρους τροποποιήσεις έγιναν σε αυτόν το 2003 και το 2004. Ο νόμος αυτός αποτέλεσε προϊόν πολύμηνων συζητήσεων στο πλαίσιο διακομματικής επιτροπής που είχε τότε συγκροτηθεί επί τούτου. Γι` αυτό άλλωστε και τόσο επί της αρχής όσο και στα περισσότερα άρθρα του ψηφίστηκε με ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο  συγκεκριμένος νόμος, όπως ισχύει σήμερα, προβλέπει:
1) η τακτική ετήσια κρατική χρηματοδότηση ορίστηκε  σε ένα κόμμα μηδέν δύο τις χιλίοις (1,02‰) των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού
2) η εκλογική χρηματοδότηση ορίστηκε αρχικώς σε ποσό έως μηδέν κόμμα είκοσι δύο τις χιλίοις (0,22‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του έτους διεξαγωγής των εκλογών και μετά το ν.3242/2004 σε ποσό έως μηδέν κόμμα τριάντα πέντε τις χιλίοις (0,35‰) εάν κατά το ίδιο έτος διεξαχθούν περισσότερες της μίας εθνικές ή ευρωπαϊκές εκλογικές αναμετρήσεις.
3) η οικονομική ενίσχυση των κομμάτων για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς διατηρήθηκε στο επίπεδο του ν.2429/1996, ήτοι σε ποσό που ισούται με το μηδέν κόμμα ένα τις χιλίοις (0,1‰) των εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι με τον υφιστάμενο νόμο το ποσό κρατικής χρηματοδότησης μπορεί να ανέλθει, σε περίπτωση διεξαγωγής περισσότερων της μίας εκλογικής αναμέτρησης, σε συνολικό ύψος ίσο με το ένα κόμμα σαράντα επτά τις χιλίοις (1,47‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού.
Όσον αφορά τα αναλυτικά και ανά πολιτικό κόμμα ποσά στα οποία αντιστοιχούν οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις παραπέμπω στον πίνακα που ήδη έχω καταθέσει στην Ολομέλεια και ο οποίος επισυνάπτεται στο παρόν υπόμνημα ως παράρτημα όπου καταγράφονται τα ποσά που έχουν διατεθεί στα κόμματα ως κρατική χρηματοδότηση από το 2000 μέχρι σήμερα, είτε ως ετήσια τακτική χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που αφορά ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς, είτε ως εκλογική. Σημειώνω απλώς εδώ ότι, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής τα ποσά που χορηγούνταν στα κόμματα έβαιναν αυξανόμενα με αποκορύφωση το 2009, που ήταν χρονιά με δύο εκλογικές αναμετρήσεις και άρα αυξημένη χρηματοδότηση, οπότε  και έφθασαν  συνολικά σε περίπου ογδόντα πέντε  εκατομμύρια ευρώ. Ας  επισημανθεί ότι το 2004, που επίσης ήταν χρονιά με δύο εκλογικές αναμετρήσεις, το ποσό αυτό  έφτασε  σε εξήντα ένα  εκατομμύρια ευρώ, ενώ το 2000, επίσης εκλογική χρονιά, η κρατική χρηματοδότηση είχε ανέλθει συνολικά σε περίπου δεκαέξι κόμμα πέντε δις δραχμές ή περίπου σαράντα οκτώ  εκατομμύρια ευρώ. Η πορεία αυτή αναστρέφεται το 2010, όταν η κρατική χρηματοδότηση περιορίζεται πλέον σε σαράντα οκτώ κόμμα οκτώ εκατομμύρια ευρώ, ενώ για το 2011 έχουν προβλεφθεί με βάση το νόμο περίπου πενήντα τέσσερα  εκατομμύρια ευρώ και μέχρι σήμερα έχουν εκταμιευθεί τα περίπου σαράντα  εξ αυτών.
Όμως ο νόμος του 2002, όπως άλλωστε και οι προγενέστεροί του, δεν περιορίζεται  σε όσα αφορούν την κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, τον ορισμό των δικαιούχων κομμάτων και τον τρόπο κατανομής. Επιπλέον, ο νόμος αυτός αντιμετωπίζει θέματα όπως:
α)  την ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων, τα όρια, τους σχετικούς περιορισμούς και τις απαγορεύσεις της. Ειδικότερα, τίθεται όριο ύψους δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ για τη χρηματοδότηση από το ίδιο πρόσωπο κατά τη διάρκεια του έτους, ορίζεται ότι ποσά ύψους συνολικά έως εξακόσια ευρώ ετησίως μπορούν να εισφέρονται ανωνύμως, ενώ, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε έως τότε, προβλέπεται πλέον η καθολική απαγόρευση της χρηματοδότησης κομμάτων και υποψηφίων από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Επίσης, προβλέπεται ότι πλέον η διακίνηση των εσόδων και των δαπανών των πολιτικών κομμάτων οφείλει να γίνεται, τουλάχιστον κατά το ογδόντα τοις εκατό (80%) του ετησίου συνόλου, μέσω τραπεζικών λογαριασμών. 
β) την προεκλογική προβολή κομμάτων και υποψηφίων βουλευτών και ιδίως την υποχρέωση ιδιωτικών και κρατικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων για τη δωρεάν προβολή των μηνυμάτων των πολιτικών κομμάτων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ως μία μορφή ενίσχυσης σε είδος ή έμμεσης χρηματοδότησης των κομμάτων.
γ) την δημοσιότητα των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών με την υποχρέωση των κομμάτων να τηρούν ειδικό βιβλίο στο οποίο καταχωρούνται υποχρεωτικά κατά κατηγορίες και ξεχωριστά κατ` έτος όλα τα έσοδα και οι δαπάνες τους, ενώ τα κόμματα υποχρεώνονται επίσης να δημοσιεύουν τον ισολογισμό τους και ειδική έκθεση εκλογικών εσόδων και δαπανών. Επίσης, όσον αφορά τις ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις, όσες υπερβαίνουν τα εξακόσια ευρώ πρέπει να καταχωρούνται ονομαστικά στο ειδικό βιβλίο εσόδων/δαπανών των κομμάτων, ενώ σε κάθε περίπτωση τα στελέχη των αποδείξεων είσπραξης και των κουπονιών είναι αριθμημένα και θεωρούνται από την αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου
δ) τον έλεγχο των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών, ο οποίος ανατίθεται, όπως άλλωστε και ο έλεγχος του «πόθεν έσχες» των πολιτικών και άλλων προσώπων που ορίζει ο νόμος, σε Επιτροπή Ελέγχου, σύμφωνα και με τις προβλέψεις του άρθρου 29 του Συντάγματος. Η επιτροπή αυτή, της οποίας προεδρεύει αντιπρόεδρος της Βουλής, αποτελούνταν αρχικά  μόνο από βουλευτές, ενώ με νόμο του 2003 μετέχουν  στη σύνθεσή της και τρεις δικαστές, (ένα μέλος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ένα μέλος του Αρείου Πάγου και ένα του Ελεγκτικού Συνεδρίου), χωρίς ωστόσο την πλειοψηφία της επιτροπής να συγκροτούν τα μη κοινοβουλευτικά μέλη της. Την Επιτροπή Ελέγχου στο έργο της συνδράμει ειδική υπηρεσία της Βουλής. Η επιτροπή αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς λογιστές, οι οποίοι εξετάζουν τα βιβλία και τα παραστατικά των κομμάτων και συντάσσουν σχετική αναλυτική έκθεση προ της επιτροπή.
ε) τις κυρώσεις σε βάρος κομμάτων και υποψηφίων βουλευτών ή βουλευτών οι οποίες για τα μεν κόμματα συνίστανται σε πρόστιμα και παρακράτηση της κρατικής χρηματοδότησης, στα δε πρόσωπα μπορούν να φτάσουν μέχρι  και την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα. 

Γ) Θέματα προς αντιμετώπιση
Το συμπέρασμα που μπορεί κανείς να αντλήσει από τα παραπάνω είναι ότι σε γενικές γραμμές το υφιστάμενο πλαίσιο χρηματοδότησης των κομμάτων, το οποίο, επαναλαμβάνω, κατά την υιοθέτησή του είχε χαιρετιστεί από μια ευρύτατη πλειοψηφία της τότε Βουλής, δεν είναι τόσο ανεπαρκές, όσο κανείς θα μπορούσε να φανταστεί. Σημαίνει αυτό, όμως, ότι οι διακηρυγμένοι στόχοι του, όπως αυτοί αποτυπώνονται στις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις, εξυπηρετήθηκαν; Ποιοι ήταν αυτοί στόχοι; Ας ανατρέξουμε στις εν λόγω αιτιολογικές εκθέσεις και ας σταχυολογήσουμε μερικούς από αυτούς:
Πρώτον, η διεύρυνση της δημοκρατίας.
Δεύτερον, η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης των κομμάτων ώστε να μην εξαρτώνται από ιδιώτες χρηματοδότες και έτσι να έχουν οικονομική αυτοτέλεια και άρα πολιτική αυτονομία, δηλαδή ελευθερία στην έκφραση και τη δράση τους.
Τρίτον, η συγκράτηση του αυξανόμενου σκεπτικισμού των πολιτών απέναντι στα κόμματα και τους πολιτικούς και η ενίσχυση της αξιοπιστίας τους.
Τέταρτον, η ανακοπή της ανόδου μορφών μηδενιστικού λαϊκισμού.
Πέμπτον, η εξασφάλιση μιας ισορροπία μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής χρηματοδότησης, ώστε αφενός να ενισχύονται τα κόμματα, αλλά και αφετέρου να αποτραπεί ο κίνδυνος της εξάρτησής τους από ιδιωτικά συμφέροντα ή μια μετατροπή τους σε κρατικοδίαιτους φορείς.
Έτσι,  επανέρχομαι στο ερώτημα που έθεσα. Άραγε οι στόχοι αυτοί εξυπηρετήθηκαν; Καθένας μπορεί να δώσει την απάντησή του. Το γενικότερο κλίμα πάντως που σήμερα κυριαρχεί σε επίπεδο κοινωνίας σε σχέση με τις χρηματοδοτήσεις των κομμάτων και τα φαινόμενα διακίνησης πολιτικού χρήματος δείχνουν ότι υπάρχουν πολλές αδυναμίες. Στην όποια αντίκρουση της υπόθεση αυτής δεν βοηθά το πραγματικό γεγονός ότι τα περισσότερα κόμματα σήμερα είναι χρεωμένα σε τράπεζες με σημαντικά ποσά. Τούτο βεβαίως δε σημαίνει ότι πρέπει να μηδενίσουμε και άρα να αφήσουμε ανυπεράσπιστα τα δημοκρατικά επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής περιόδου, κατά την οποία τα πολιτικά κόμματα έπαιξαν καθοριστικό και θετικό ρόλο. Οφείλουμε όμως να στοχαστούμε και να προβληματιστούμε σε προβλήματα που όλοι σήμερα αναγνωρίζουμε, αλλά και να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τις εξαιρετικές συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η χώρα και η ελληνική κοινωνία στην οποία εν τέλει όλοι μας, και πρωτίστως τα πολιτικά κόμματα, απευθύνονται. 
Περαιτέρω, οι επικρίσεις που εκφράζονται δεν σημαίνει ότι οι προαναφερόμενοι στόχοι που έθεσε ο νομοθέτης των προηγούμενων χρόνων είναι σήμερα ανεπίκαιροι. Χωρίς ενδεχομένως τις τυχόν ρητορικές υπερβολές παλαιότερων εποχών νομίζω ότι μπορεί κανείς να επικεντρωθεί στην ουσία και να υποστηρίξει πάλι ότι και σήμερα, ίσως ακόμα  περισσότερο,  ζητούμενο είναι ακριβώς η διεύρυνση της δημοκρατίας μας, η πολιτική αυτονομία των κομμάτων απέναντι σε κακώς εννοούμενα ιδιωτικά συμφέροντα, η διαμόρφωση όρων ισότιμου πολιτικού ανταγωνισμού και ίσων ευκαιριών μεταξύ των κομμάτων, η εδραίωση και η ενδυνάμωση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ κομμάτων και πολιτών, η λειτουργία υγιών κομμάτων με πραγματικές και στέρεες σχέσεις με τους πολίτες, εν τέλει η συγκράτηση μιας λαϊκιστικής ρητορείας που απειλεί και τα κόμματα και  το σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησής μας.
Έχοντας αυτά υπόψη και με αυτό τον προσανατολισμό νομίζω ότι το ζητούμενο είναι να εξετάσουμε σήμερα τις επιλογές και τη βούληση που υπάρχει  για την αντιμετώπιση πολύ συγκεκριμένων προβλημάτων, που  αφορούν πρωτίστως:
α) την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων και ιδίως το ζήτημα της σύνδεσής της με την οικονομική  κατάσταση της χώρας,
β) τους όρους της ιδιωτικής χρηματοδότησης,
γ) τη διαφάνεια και τις διαδικασίες ελέγχου των οικονομικών πολιτικών κομμάτων και προσώπων,
δ) την τραπεζική δανειοδότηση των κομμάτων.

Δ) Εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών
Προτού εξετάσουμε τις διαφορετικές απαντήσεις που μπορούν να δοθούν στα ερωτήματα που τίθενται σε σχέση με τα ανωτέρω ζητήματα είναι σκόπιμο να έχουμε υπόψη μας τι ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.  Ενδεικτικά θα αναφερθώ σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, που αποτελούν συχνά πρότυπο για ρυθμίσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και σε χώρες που σήμερα αντιμετωπίζουν αντίστοιχα με τα δικά μας οικονομικά προβλήματα, όπως η Πορτογαλία, ή έχουν τον  ίδιο περίπου πληθυσμό  με την Ελλάδα, όπως το Βέλγιο.
Βέλγιο
Προβλέπεται τόσο  κρατική όσο και  ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων. Όσον αφορά την κρατική χρηματοδότηση αυτή ανέρχεται σε 125.000 ευρώ ετησίως για κάθε κόμμα που εκπροσωπείται στη Βουλή ή τη Γερουσία με τουλάχιστον έναν εκπρόσωπό του, αλλά και για κάθε αυτοτελή πολιτική οργάνωση ή εκπαιδευτικό ινστιτούτο του κόμματος. Στο ποσό αυτό προστίθεται ετησίως ποσό ίσο με 1,25 Ευρώ για κάθε έγκυρη ψήφο που το κόμμα έλαβε στις εκλογές για τη Βουλή και τη Γερουσία.
Η ιδιωτική χρηματοδότηση επιτρέπεται για τα φυσικά πρόσωπα, αλλά απαγορεύεται γα τα νομικά πρόσωπα. Η χρηματοδότηση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 500 ευρώ ετησίως για το κόμμα, αλλά ξεχωριστά και για τις αυτοτελείς πολιτικές οργανώσεις του, ενώ οι δωρεές σε είδος μπορούν να ανέλθουν έως και 2.000 ευρώ ετησίως. Για ποσά ή δωρεές άνω των 125 ευρώ τα κόμματα είναι υποχρεωμένα να καταγράφουν τα στοιχεία των ιδιωτών που συνεισέφεραν στη χρηματοδότηση του κόμματος ή της οργάνωσης, αλλά η δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών δεν επιτρέπεται για λόγους προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Αντιθέτως, τα στοιχεία αυτά είναι στη διάθεση της αρμόδιας επιτροπής ελέγχου.
Ως προς τον ελεγκτικό μηχανισμό, αυτός συνίσταται σε επιτροπή κοινοβουλευτικού χαρακτήρα η οποία αποτελείται από μέλη της Βουλής και της Γερουσίας. Η επιτροπή αυτή, ωστόσο, είναι υποχρεωμένη να συνεργάζεται με το Ελεγκτικό Συνέδριο και να διενεργεί και δικές της έρευνες σε σχέση με τις οικονομικές εκθέσεις που υποβάλλουν τα κόμματα. Σε περίπτωση παραβίασης των οικείων ρυθμίσεων η κύρωση συνίσταται σε παρακράτηση της κρατικής χρηματοδότησης.
Γαλλία
Προβλέπεται τόσο  κρατική όσο και  ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων. Όσον αφορά την κρατική χρηματοδότηση αυτή συνίσταται σε τακτική και εκλογική και τίθεται ετησίως ανώτατο όριο της διατιθέμενης κρατικής χρηματοδότησης. Για το 2010 το όριο για την τακτική χρηματοδότησης ανήλθε συνολικά σε περίπου 74 εκ ευρώ για 40 κόμματα και κατανέμεται αναλογικά με κριτήριο αφενός τις ψήφους στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, αφετέρου με βάση τον αριθμό των εκλεγέντων βουλευτών. Σχετικά με την προεκλογική χρηματοδότηση σημειώνεται ότι για τις προεδρικές εκλογές του 2007 οι υποψήφιοι έλαβαν το ποσό των περίπου 44 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ για τις δημοτικές εκλογές του 2008 οι υποψήφιοι έλαβαν περίπου 53 εκατομμύρια ευρώ και για τις ευρωεκλογές του 2009 το ποσό της προεκλογικής κρατικής χρηματοδότησης ανήλθε στα 9,5 εκατομμύρια ευρώ.
Όσον αφορά την ιδιωτική χρηματοδότηση, αυτή επιτρέπεται για τα φυσικά πρόσωπα, αλλά από το 1995 απαγορεύεται γα τα νομικά πρόσωπα. Η χρηματοδότηση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 7.500 ευρώ ετησίως για κάθε ιδιώτη, ενώ χρηματοδοτήσεις άνω των 150 ευρώ δεν μπορούν να γίνονται σε μετρητά.
Ως προς τον ελεγκτικό μηχανισμό, τα κόμματα κρατάνε βιβλία και συντάσσουν ισολογισμό τον οποίο υπογράφουν ανεξάρτητοι λογιστές και ο οποίος υποβάλλεται σε ανεξάρτητη «Εθνική Επιτροπή» για τη χρηματοδότηση των κομμάτων και της προεκλογικής τους εκστρατείας και δημοσιεύεται στην εφημερίδα της κυβέρνησης. Η Επιτροπή αυτή είναι 9μελής, αποτελείται αποκλειστικά από δικαστές των τριών ανώτατων δικαστηρίων και επικουρείται από μόνιμη γραμματεία. 
Σημειώνεται ότι στη Γαλλία υπάρχει και σύνδεση της κρατικής χρηματοδότησης με την προώθηση από τα κόμματα της ισότητας των φύλλων.
Γερμανία
Προβλέπεται τόσο  κρατική όσο και  ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων. Ιδιαίτερο βάρος, ωστόσο, δίνεται στην ιδιωτική χρηματοδότηση από την οποία  εξαρτάται και το ύψος της χορηγούμενης κρατικής χρηματοδότησης. Πιο συγκεκριμένα: Η κρατική χρηματοδότηση δεν διακρίνεται σε τακτική και εκλογική,  είναι ετήσια και προβλέπεται ανώτατο ετήσιο όριο, το οποίο για το 2010 έφθασε στα 133 εκατομμύρια ευρώ για το σύνολο των χρηματοδοτούμενων κομμάτων. Για την κατανομή της αρμόδιος είναι ο Πρόεδρος της Bundestag. Ως προς το ύψος της, αυτό καθορίζεται αφενός από τον αριθμό των ψήφων που έλαβε το κάθε κόμμα στις τελευταίες ευρωπαϊκές, εθνικές ή περιφερειακές εκλογές, αφετέρου από το ύψος της ιδιωτικής χρηματοδότησης που κατάφερε να συλλέξει. Ειδικότερα, για κάθε ψήφο που έλαβε ένα κόμμα δικαιούται 0,85 ευρώ για τις πρώτες 4 εκατομμύρια ψήφους και 0,70 ευρώ για κάθε περαιτέρω ψήφο. Αντιστοίχως, το κάθε κόμμα δικαιούται 0,38 ευρώ για κάθε ευρώ ιδιωτικής χρηματοδότησης που έλαβε και μέχρι το ύψος των 3.300 ευρώ για κάθε ξεχωριστή χρηματοδότηση.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι εκτός από το να χρηματοδοτεί τα κόμματα, το γερμανικό κράτος χρηματοδοτεί επίσης και τα ινστιτούτα των κομμάτων. Το ποσό  της συνολικής ετήσιας χρηματοδότησης στα έξι  κομματικά ινστιτούτα ανήλθε για το 2010 στο ύψος των 330 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, το οποίο κατανέμεται με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο κατανέμεται το ποσό της χρηματοδότησης στα κόμματα. Ταυτόχρονα, τα ινστιτούτα των κομμάτων έχουν πρόσβαση και στην ιδιωτική χρηματοδότηση, με τους ίδιους όρους που έχουν και τα κόμματα.
Ταυτόχρονα, τα κόμματα χρηματοδοτούνται εμμέσως με διάφορους τρόπους. Σημαντικότερος εξ αυτών η παροχή δωρεάν τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού χρόνου για τη μετάδοση πολιτικών μηνυμάτων, καθ` όλη τη διάρκεια του έτους, στους κρατικούς τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. 
Όσον αφορά την ιδιωτική χρηματοδότηση, αυτή επιτρέπεται τόσο για τα φυσικά όσο και για τα νομικά πρόσωπα και δεν υπάρχει ανώτατο όριο για κάθε ξεχωριστή χρηματοδότηση. Εφόσον, πάντως, η χρηματοδότηση ξεπερνά τα 1000 ευρώ δεν μπορεί να γίνεται σε μετρητά, ενώ εάν ξεπερνά τις 50.000 ευρώ πρέπει να γίνεται γνωστή στον Πρόεδρο της Bundestag, ο οποίος και τη δημοσιοποιεί.
Ως προς τον ελεγκτικό μηχανισμό, κεντρικό ρόλο παίζει ο Πρόεδρος της Bundestag στον οποίο τα κόμματα αποστέλλουν τους ισολογισμούς τους. Αυτός με τη σειρά του μπορεί να αναθέσει στις υπηρεσίες της Bundestag να ελέγξουν με τη βοήθεια και ανεξάρτητων λογιστών τα οικονομικά στοιχεία των κομμάτων.
Σημειώνεται ότι στη Γερμανία, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τα ζητήματα χρηματοδότησης των κομμάτων ρυθμίζονται σε νόμο που αφορά γενικότερα την οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων
Πορτογαλία
Προβλέπεται τόσο  κρατική όσο και  ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων, αλλά όχι των ινστιτούτων τους. Το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης καθορίζεται για κάθε κόμμα από τον αριθμό των ψήφων στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και για το 2009 το κάθε κόμμα έλαβε για κάθε ψήφο 3,1 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι συνάρτηση του εθνικού κατώτατου μηνιαίου μισθού που για το 2009 οριζόταν περίπου στα 420 ευρώ το μήνα. Επίσης προβλέπεται ειδική εκλογική χρηματοδότηση για κάθε αναμέτρηση χωριστά (Βουλευτικές εκλογές, εκλογές για Ευρωβουλή και εκλογές Προέδρου Δημοκρατίας). Η εκλογική χρηματοδότηση είναι επίσης συνάρτηση του εθνικού κατώτατου μηνιαίου μισθού και ανέρχεται σε 20.000 φορές τον κατώτατο μισθό για τις βουλευτικές εκλογές (περίπου 8,5 εκ. ευρώ με όρους 2009), 10.000 για τις ευρωεκλογές, 4.000 για περιφερειακές και 6.000 για τις δημοτικές.
Όσον αφορά την ιδιωτική χρηματοδότηση, αυτή είναι επιτρεπτή μόνο από φυσικά πρόσωπα, είναι συνάρτηση του κατώτατου μισθού και τίθενται ανώτατα όρια. Για το 2009  το όριο  για κάθε ξεχωριστή χρηματοδότηση ανήλθε σε 10.000 ευρώ ετησίως, ενώ  εφόσον υπερβαίνει  τα 100 ευρώ πρέπει να γίνεται επωνύμως και όχι σε μετρητά. Το συνολικό μάλιστα ποσό που προέρχεται από ανώνυμες χρηματοδοτήσεις με μικροποσά δεν μπορεί να ξεπερνά ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο ετησίως. Τέλος, στα κόμματα ρητώς αναγνωρίζεται στο σχετικό νόμο η δυνατότητα τραπεζικής δανειοδότησης σύμφωνα με τους γενικούς όρους των τραπεζικών συναλλαγών, αλλά και αποκόμισης εσόδων από επενδύσεις και ιδιοκτησίες τους.
Ως προς τον ελεγκτικό μηχανισμό, τα κόμματα υποχρεούνται τα κρατάνε λογιστικά βιβλία σύμφωνα με το εθνικό λογιστικό σχέδιο και ο έλεγχος διενεργείται από ειδική αρχή αρμόδια για το πολιτικό χρήμα. Τη γενικότερη εποπτεία και ευθύνη για την ορθότητα και νομιμότητα των λογαριασμών των κομμάτων έχει το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας.

Ε) Ερωτήματα και πιθανές επιλογές
Επανέρχομαι τώρα στα ζητήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.
1. Ως προς το ύψος της προβλεπόμενης σήμερα κρατικής χρηματοδότησης, θεωρώ ότι ένα πρώτο ερώτημα είναι αν θα ληφθούν υπ` όψη οι εξαιρετικές οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζει η χώρα και αν αυτό θα οδηγήσει σε κάτι συγκεκριμένο. Ένα δεύτερο και συναφές ερώτημα αφορά το ποσοστό των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού πάνω στο οποίο  υπολογίζεται η κρατική χρηματοδότηση. Ένα τρίτο ζήτημα αφορά τον τρόπο υπολογισμού της κρατικής χρηματοδότησης από προϋπολογιστική σε απολογιστική βάση, ώστε τα ποσά που καταβάλλονται στα κόμματα να αντιστοιχούν στα πραγματικά και όχι στα υποθετικά τακτικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά και την αλλαγή του τρόπου καταβολής από εφάπαξ στην αρχή του έτους σε τμηματική. Ένα τέταρτο ερώτημα είναι αν πρέπει ή όχι το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης να συνδεθεί με το ύψος του ελλείμματος της χώρας και την πρόοδο στην αποκλιμάκωσή του. Τέλος, ένα ερώτημα αφορά αν το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης θα είναι σε κάποια συνάρτηση με την πραγματική συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, με την έννοια αν η κρατική χρηματοδότηση θα υπολογίζεται λ.χ. με βάση τις ψήφους ενός κόμματος στις εκλογές και του ποσού χρηματοδότησης που συνεπάγεται η κάθε ψήφος, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της ΕΕ.
2. Σε σχέση με την ιδιωτική χρηματοδότηση, η εξασφάλισή της, ιδίως όταν αυτή αφορά μικροποσά από πολίτες μέλη και φίλους,  σηματοδοτεί σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ κομμάτων και κοινωνίας και αποτρέπει τη λειτουργία εξαρτημένων από το κράτος κομμάτων. Ωστόσο, η ιδιωτική χρηματοδότηση, από ένα σημείο και πάνω, οφείλει να γίνεται με όρους διαφάνειας, ώστε τα κόμματα να μην είναι ευάλωτα σε κατηγορίες αδιαφάνειας. Μπορεί κανείς να εξετάσει την ενδεχόμενη σύνδεση της ιδιωτικής χρηματοδότησης με την κρατική και τον καθορισμό του ύψους της κρατικής χρηματοδότησης σε συνάρτηση με το ύψος της ιδιωτικής που τα κόμματα συγκεντρώνουν; Θα είναι επιτρεπτή η παροχή σε είδος και πώς αποτιμάται; Μπορούν τα κόμματα να έχουν έσοδα από περιουσιακά τους στοιχεία ή επιχειρηματικές δραστηριότητες; Πρέπει οι ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις προς τα κόμματα να τελούν σε καθεστώς φοροαπαλλαγής; Εξυπηρετεί πραγματικά κάτι η πλήρης απαγόρευση της χρηματοδότησης κομμάτων από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου; Αυτά είναι ερωτήματα που τίθενται αντικειμενικά και που θα μπορούσαν να τύχουν απάντησης στη διαδικασία αυτή.
3. Ως προς τα ζητήματα που αφορούν την διαφάνεια στη χρηματοδότηση των κομμάτων και την προβλεπόμενη ελεγκτική διαδικασία, τίθεται κυρίως το ερώτημα της ενδεχόμενης αλλαγής στη σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου ώστε να αυξηθούν οι εγγυήσεις κύρους κα ανεξαρτησίας της. Άλλωστε, προς αυτή την κατεύθυνση έχει κινηθεί πρόσφατα με πρότασή της και η Επιτροπή Θεσμών, αλλά και το Συμβούλιο της Ευρώπης στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας GRECO με την έκθεση αξιολόγησης της χώρας μας που υιοθέτησε τον Ιούνιο του 2010. Το ζήτημα είναι ουσιαστικό και δε νομίζω ότι οι απαντήσεις είναι εύκολες. Ποιά οφείλει να είναι αυτή η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου που θα εξασφαλίζει κύρος και αξιοπιστία; Μήπως πρέπει να μειωθούν τα μη κοινοβουλευτικά στελέχη της; Ποιός ο ρόλος των δικαστών; Υπάρχει πεδίο για την αξιοποίηση προσώπων εγνωσμένου επιστημονικού ή και πολιτικού κύρους; Αλλά και περαιτέρω, μήπως πρέπει να αλλάξει ο τρόπος λογιστικής αποτύπωσης των λογαριασμών των κομμάτων;
4. Τέλος, το ζήτημα της τραπεζικής δανειοδότησης των κομμάτων έχει αναχθεί σε μείζον. Θα έπρεπε  κατ` απόλυτο τρόπο να απαγορευθεί η τραπεζική δανειοδότηση των κομμάτων; Κατά πόσο μπορεί να συνεχιστεί η πρακτική της προεξόφλησης της κρατικής χρηματοδότησης μέσω της εκχώρησής της ως εγγύηση σε τράπεζες για τη σύναψη σχετικών δανείων; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το μεγάλο πρόβλημα που σήμερα έχουν στη χρηματοδότησή τους τα δύο μεγάλα κόμματα λόγω των υφιστάμενων υποχρεώσεών τους προς τις τράπεζες; Αυτό το τελευταίο, βεβαίως, αφορά πρωτίστως σε αρμοδιότητες του Υπουργείου Οικονομικών και όχι του Εσωτερικών.

Σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, αλλά και σε πολλά άλλα που πιθανότατα θα ανακύψουν, το Υπουργείο Εσωτερικών μπορεί να έχει τις απόψεις του. Επειδή, όμως, τα θέματα που έθιξα, αλλά και οποιοδήποτε άλλο σχετικό ζήτημα που δεν αναφέρθηκε, αφορούν πρωτίστως τα ίδια τα κόμματα είναι, νομίζω, αναγκαία μια ανοικτή και ειλικρινής τοποθέτηση και η κατάθεση των όποιων προτάσεων,  προκειμένου, αν υπάρχει βούληση και συναινέσεις, να γίνει ο απαραίτητος διάλογος και, εφόσον αυτό καταστεί εφικτό, να αναληφθούν και οι πρωτοβουλίες για την εκ μέρους μας εισήγηση σχετικών ρυθμίσεων στη Βουλή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου